Του Διονύση Μεσσάρη
Η κλαγγή των όπλων είχε κοπάσει. Ο κοπετός της ενύπνιας μάχης με τις Ερινύες και την γλυκιά και άπιστη οπτασία είχε επιτέλους καταλαγιάσει. Η συνείδηση μου με τα μέλη βαριά από τον υπνοκάματο αναδυόταν κολυμπώντας αργά από τα σκοτεινά βάθη του αβυσσαίου ύπνου στην επιφάνεια του ερημικού παρόντος και της ανέλπιδης απαντοχής.
Ένα ζεστό καλωσόρισμα από τον κόσμο των ζωντανών με περίμενε με κάτι σαν πλακάτ. Τέντωσα τα μάτια μου να διαβάσω. «60 Watt; Πολύ περίεργα με υποδέχονται οι εσωγήινοι»! Με μιας, όπως έλεγε και μία λιγόψυχη φίλη μου, τα ροζ συννεφάκια της ποίησης διαλύθηκαν. Δυστυχώς, η πρώτη εικόνα της υποδοχής στον κόσμο ήταν απλά, ένας κοινός γλόμπος ή ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας αν επιθυμείτε, ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Περιέφερα τα νυσταγμένα μου βλέφαρα στους γυμνούς τοίχους του δωματίου ένα γύρω και κατέληξα στα κάτω μου μέλη, στο άκρο του κρεβατιού. Πρέπει να θυμηθώ, να τα κατεβάσω αργά – αργά και ένα – ένα, γιατί καραδοκεί το πρωινό έμφραγμα που είναι και από τα πιο σοβαρά. Έτσι και αλλιώς, όπως λένε και οι ποιητές, ένδοξο είναι να πεθαίνεις επάνω σε δοξασμένη κλίνη ύστερα από ερωτική μάχη και σπονδές αντάξιες για μία θεάς τα γερμένα ματόκλαδα και όχι αξύριστος, μαχμουρλής, φορώντας ρόμπα και παντόφλες κάτω από έναν γλόμπο και μάλιστα τόσο ολίγων κηρίων. Οπότε με μία αξιοζήλευτη χορευτική φιγούρα πήδηξα, πάλι με μιας, μέσα στα ρούχα μου και ντύθηκα σαν τον σουπερμάνο ή καλύτερα σαν τον συνάδελφο μου τον Clark Kent της Daily Planet.
Θα μου επιτρέψετε να παίξω ένα μέρος του βίντεο στην οκταπλή ταχύτητα γιατί βαριέμαι λίγο και έτσι: απαραίτητη υγιεινή, πικρός καφές, πρωινές ειδήσεις, βρισίδι στο ασανσέρ, λίγο φλερτ στο περίπτερο, φρούδες ελπίδες στην διασταύρωση, σπρώξιμο της χοντρής στην στάση και βρέθηκα καθισμένος στην μετρίως μεγάλη μπλέ αυτοκινούμενη άμαξα. Σκέφτηκα «καβάλα πάει ο χάροντας τον Διγενή στον Άδη, πίσω κλαίει, κτυπιέται, οδύρεται το ανθρώπινο κοπάδι». Είχα πάρει ένα λεωφορείο πολύ περίεργο, περνάει από την Αγορά στην Αθηνάς και κατοικείται από κάτι περίεργους τύπους, μάλλον εξωγήινους αυτή τη φορά. Δεν νομίζω ότι είμαι ακοινώνητος, ίσα – ίσα που μερικοί όπως ο φίλος μου ο Πύρρος με θεωρούν και περισσότερο από το κανονικό κοινωνικά ενταγμένο, η Περσεφόνη με θεωρεί περίεργο σωστό, η Φώφη ευαίσθητο «Καρκινάκι» και πάει λέγοντας, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν μπορώ να εναρμονιστώ με τα πράσινα ανθρωπάκια αυτής της λεωφορειακής γραμμής. Αν θέλετε επιτιμήστε με και πατάξτε με αλλά ακούστε με πρώτα.
Κατ’ αρχάς να σας πω ότι ακούς σπάνια ελληνικά και αυτά σπαστά και το κυριότερο τα λεωφορεία αυτά είναι αγωνιστικά και στις στροφές μου φέρνουν τον καφέ πάλι επάνω στην μύτη (είναι και πικρός). Επικρατεί στο εσώκλιμα μία περίεργη οσμηρή ατμοσφαιρική σαλάτα, κάτι σαν μίγμα ιδρώτα με σκόρδο και με παστουρμά. Οι πελάτες στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι συνταξιούχοι ή λοξοί σαν και εμένα. Θα δεις τύπους με την αριστερή εφημερίδα να ξεπροβάλλει φανερά από την τσέπη του σακακιού λες και το κόμμα από το 1960 τους πληρώνει ακόμα. Βλέπεις γεροντάκια με την προσμονή του καφέ, του ντόμινο και του ταβλιού στο τέρμα της διαδρομής, λες και τα καφενεία της περιφέρειας τα έχουν μουντζωμένα. Ανακαλύπτεις ανθρώπους που το Σάββατο πάνε να δουν αν η Δημόσια Υπηρεσία που θα επισκεφτούν την Δευτέρα ευρίσκεται στην σωστή διεύθυνση που τους έχουν υποδείξει. Διακρίνεις πονηρούς και ψαγμένους καταναλωτές που μπαίνουν μέσα φορτωμένοι σακούλες γιατί αγοράζουν από τις κεντρικές αγορές μέχρι και δέκα ευρώ φθηνότερα, όσα δηλαδή χαλάνε για να πάρουν τα τέσσερα λεωφορεία που απαιτεί το ευφύημα τους, πλέον τις χαμένες θερμίδες. Αλλά η πιο ενοχλητική ομάδα είναι αυτοί που αφού στρογγυλοκαθίσουν και βολέψουν τις τσάντες ανοίγουν δυνατές αγοραίες συζητήσεις λες και όλο το λεωφορείο έχει όρεξη να ακούσει τις μύχιες σκέψεις τους. Παραδέχομαι βέβαια ότι βρίσκουν αμέσως ανταπόκριση, ειδικά τώρα που πλησιάζει η σωτήριος και λυτρωτική εκλογική φιέστα, αν και αυτού του είδους οι συζητήσεις, μετά από μία αρχική περίοδο ευφορίας, καταλήγουν κατά κανόνα σε γενικευμένη σύρραξη και χρειάζεται να επέμβει η εξουσία, στην προκειμένη περίπτωση ο οδηγός.
«Αααα ψου» μία έκρηξη συντάραξε το λεωφορείο και έφερε τα πίσω εμπρός. Ένας της τρίτης ηλικίας με καβουράκι και ρυτιδιασμένο σβέρκο ξαφνιασμένος έψαχνε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του να δει με τι μέγεθος σκάγια την είχε φάει. Γύρισε και άρχισε να βρίζει νομίζω ή στα Ρώσικα ή στα Ουκρανικά. Ήμουνα μικρός και δεν τα πήγαινα πολύ καλά με τις γλώσσες που η αριστερή ένταξη σε υποχρέωνε να μάθεις. Ο «φονιάς» ήταν λίγο νεώτερος και είχε το ηλίθιο βλέμμα που έχουν όλοι οι γριπιασμένοι και καμία διάθεση για δημόσια συγγνώμη. Η γιαγιά με τις σακούλες έβαλε τις φωνές για την έλλειψη των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής. Προφανώς εννοούσε αυτούς που επιβάλλουν να φταρνίζεσαι στον αγκώνα σου και τα συναφή κάτι που ποτέ δεν καταλάβαινα. Γιατί το να σημαδεύεις επιτυχώς μία αιχμηρή γωνία του σώματος σου είναι πολύ πιο δύσκολο από μία αεροδρομική σβερκαριά δέκα πόντους από το δίκαννο σου. Αργότερα βέβαια κατάλαβα ότι από αρχαιοτάτων χρόνων δεν δόθηκε ιδιαίτερη ονομασία στο εσωτερικό μέρος των αγκώνων, όπως δόθηκε στα σκέλια ας πούμε, εξ ου και η μη συμβατική αναφορά της προειδοποίησης του Υπουργείου Υγείας. Δηλαδή έχουν ονομασθεί τα μέρη του ανθρωπίνου σώματος που έχουν κατά καιρούς συγκινήσει τους ποιητές τα υπόλοιπα όχι. Διαμαρτύρομαι και επιφυλάσσομαι αργότερα, μετά τις εκλογές, να τα υμνήσω εγώ, γιατί θα μας χρειασθεί μία διαφυγή από την ζοφερή μετεκλογική πραγματικότητα.
«Εμείς φταίμε που σας μαζέψαμε εδώ και δεν σέβεστε το ψωμί που τρώτε». Η σούπερ γιαγιά με τις σακούλες προχωρούσε ακάθεκτη. Αλλά η αναφορά στο αλλοδαπό στοιχείο ξεσήκωσε το μισό λεωφορείο εναντίον του άλλου μισού και έφερε το «φονιά» και το «θύμα» στο ίδιο στρατόπεδο. «Εμείς φταίμε που ήρθαμε και σας ξεβρομίσαμε και αντί για ευχαριστώ μας εκμεταλλευτήκατε, μας κατάγ….» και άλλα ευτράπελα και ευαγή ακούγονταν από την άλλη πλευρά. Το όχημα έκανε στάση και τυχαία το δυναμικό αλλοδαπό στοιχείο εξαφανίστηκε γέρνοντας την πλάστιγγα προς εμάς τους «καθαρόαιμους». Έλεγα πως ευτυχώς θα χαλαρώσω για το υπόλοιπο της διαδρομής, αλλά είχα ξεχάσει τα ακροδεξιά κόμματα, «μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα» που λέει και ο ποιητής. Πίσω μου ακριβώς ένας κοντοκουρεμένος με δύο ρολά ταπετσαρίες άρχισε στο ίδιο μήκος κύματος. «Κατάλαβες φίλε μου και κερατάς και ζημιωμένος» μου θύμισε έναν άσπονδο φίλο μου. «Ε, ρε χούντα που μας χρειάζεται» ανατρίχιασα. «Που είσαι Γιώργο Παπαδόπουλε» άρχισα να μπαίνω στο νόημα. «Παλούκι στους δύο προέδρους που άνοιξαν την κερκόπορτα» ο ένας κατεβαίνει και στις εκλογές. «Οι τρακόσιοι στο Γουδί» η καθολική απαξίωση με τρέλαινε και εξυπηρετούσε έναν σκοπό. Γύρισα και του ρίχτηκα πολύ άσκημα φραστικά. Πρέπει να ήμουν έξω φρενών γιατί στην επόμενη στάση κατέβηκε τάχα θυμωμένος και πως τάχα θα με περίμενε. Μου ερχόταν να σκάσω στα γέλια και μου είχε φύγει και η κακή διάθεση. Θα είχε πλάκα να κονταροχτυπιέμαι με έναν ολιγομάλη και πολιτικά παραμορφωμένο ανθρωπάριο με τόπια ταπετσαρίας μέσα στην Αθηνάς. Ας είσαι καλά φίλε μου, δεν φταις εσύ αλλά τα σάπια κατάλοιπα ενός πολύ-πολύ παλαιού καθεστώτος, τόσο παλαιού, που δεν μπορείς να διανοηθείς.
Το λεωφορείο ο πόθος ή μάλλον το προεκλογικό πάθος συνέχιζε την διαδρομή του. Δύο νεαροί τύποι στα μπροστινά καθίσματα από εμένα, χαμογελάγανε και πιάσανε μία συζήτηση ευτυχώς χαμηλόφωνη. Ξάπλωσα όπως – όπως και έκλεισα τα μάτια. Ωχ διάολε μου(sic), γιατί κάνουν τα καθίσματα τόσο στενά; Πάντως πρέπει να κοιμήθηκα στιγμιαία από το γουργουρητό των διακοσίων μηχανικών αλόγων και να ξύπνησα από την έντονη συζήτηση των δύο πρώην καλόβολων νεαρών κυρίων μπροστά. Λοιπόν είτε αυτή η λεωφορειακή γραμμή πρέπει να είναι δαιμονισμένη, είτε πρέπει να είμαστε σαν λαός σαλεμένος. Και εγώ; Εγώ ευτυχώς; Τέλος πάντων.
Το θέμα ήταν, αν η παγκοσμιοποίηση στόχευε στην εγκαθίδρυση μίας παγκόσμιας δικτατορίας, αν γινόταν πρόβα με την Ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο (που ξεθάψανε τους πεθαμένους; η θεωρία του δαιμονισμού κέρδιζε έδαφος) και αν ήταν συνωμοσία ή όραμα οι ανά την ιστορία προσπάθειες ομογενοποίησης της Ευρώπης. Η αντιμαχία είχε λάβει κάποιες ύποπτες διαστάσεις με ατάκες «σάματις και ο Χίτλερ δεν είχε το ίδιο όραμα;». Παραιτήθηκα και άρχισα να το διασκεδάζω. «Σάματις τα Ελοχίμ δεν ελλοχεύουν στην κοίλη γη για να σπάσουν την έβδομη σφραγίδα;». Έπεσε παγωμάρα. Συνέχισα ακάθεκτος. «Ο Χίτλερ αντέγραφε τον Ναπολέοντα, στόχευε στον ίδιο ακριβώς πληθυσμό, απλά ήθελε ναζιστική Νομενκλατούρα, ενώ ο συμπατριώτης μας ήθελε αυτοκρατορική μπουρζουαζία». Άχνα. «Βρε μπας και είναι τίποτε καλόπαιδα Αργυροσουρουπιώτες;» σκέφτηκα. Συνέχισα προσέχοντας και αντιδράσεις. «Και βέβαια αντιγράφανε τον Τζέγκινς Χαν, που αντέγραφε τους Ρωμαίους, που αντέγραφαν τον Αλέξανδρο, που αντέγραφε τους Πέρσες, που, που, …έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι». Ούτε που θυμάμαι πόσα που είχα πει. Είστε φοιτητές; Εισέπραξα καταφατική απάντηση και με έπιασε το καθηγητικό μου – για το/ και με το οποίο – ο φίλος μου ο Πύρρος κάθε φορά γίνεται σκύλος Αγαρηνός.
Ακούστε καλά μου παιδιά. Μην κουράζεστε. Εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, οι κοινωνίες χωρίζονται σε αυτούς με τις χοντρές φορολογικές δηλώσεις και σε αυτούς με τις ισχνές. Δεν πά να δώσεις ότι όνομα θες και ότι μοντέλο σας περιγράφουν στα Πανεπιστημιακά ψυχοφθορεία. Δεν πα να ντύσεις, στα Πανεπιστημιακά κυλικεία, τις αποκλίσεις από την αρχέγονη πολιτική διαίρεση με ότι πιο ηχηρό όνομα θες: άριστοι, δημοκρατικοί, ολιγάρχες, καθαροί, ρωσόφιλοι, εθνικιστές, ριζοσπάστες, Νουδουέδες, συναγερμός, ακροενωσίτες, ΚΛΜήδες, ψαράδες, κυνηγοί, κατσαρολιώτες, κομπαρσίτες, σβησμένοι, αναμμένοι … κοκ, στον πάτο πάντα στο διπολικό σύστημα θα επανερχόμαστε. Είναι νομοτελειακό, και για του λόγου το αληθές, δέστε πόσες φορές ξαναγυρίσαμε σε αυτό μέσα στα χιλιάδες αυτά χρόνια και σε όλες τις χώρες. Άρα ο θάνατος των μικρών κομμάτων εκτός μαντρίου όπως έλεγε και ο Βαγγέλας είναι σίγουρος. Επομένως δεν μας μένει τίποτε να κάνουμε; Πως μας μένουν, και πολλά μάλιστα. Πρώτον να καιροφυλακτούμε να αρπάξουμε τις δύο σφραγίδες από τα συρτάρια των δύο στρατηγείων, γεγονός που προϋποθέτει να παλεύουμε μέσα στα δύο στρατηγεία και όχι απέξω, ακολουθώντας τον κάθε ευκαιριακό αρχομανή που φρικιά όταν στα ογδόντα του σκέφτεται ότι πρέπει να ξαναρχίσει από αφισοκολλητής και σε άλλο κόμμα αν θέλει να γίνει πρωθυπουργός, και δίνει την ύστατη προσπάθεια με διαμαρτυρόμενη νεολαία και μαύρους τιμωρούς. Η μάχη δίνεται μέσα στα μεγάλα κόμματα για την ηθική, την ευημερία, την παραγωγικότητα, την τιμιότητα και όλα τα σε –οτητα.
Ξαφνικά διαπίστωσα ότι κομπορρημονούσα όρθιος, εν μέσω πιστών του δαιμονισμένου Λεωφορείου. Τα ‘χασα, «και εγώ σαλεμένος είμαι!» σκέφτηκα με φρίκη και στασηλωτούπηθηκα. Ευτυχώς σταματήσαμε στην στάση και πετάχτηκα έξω. Κατέβηκα μόνος μου. Κοίταγα με την άκρη του ματιού τους εγκαταλειμμένους πρώην συνεπιβάτες μου να απομακρύνονται απορημένοι. Έτσι θα έμοιαζα και εγώ όταν με εγκατέλειπε κάποια ψυχή. Ας είναι! Μην τα θυμάσαι πια! Πρέπει να βιαστώ να συναντήσω τον Τάκη μία παρτίδα τάβλι με περιμένει! Καλή ψήφο συντοπίτες μου.