Τραγουδά μελοποιημένα ποιήματα της Ελένης Αρβελέρ, σε μια παράσταση που στηρίζεται στη βυζαντινή μουσική, και δηλώνει: “Οφείλουμε να δώσουμε προτάσεις και στον κόσμο που δεν πτοείται από τη μετριότητα της εποχής”
Στην περίοδο της βαθύτατης κρίσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία, ο Γιώργος Νταλάρας επιλέγει να επιστρέψει στα μουσικά δρώμενα με συμβολικό τρόπο, συστήνοντας στο κοινό το Βυζάντιο και δίνοντας έτσι παραδείγματα μιας άλλης εποχής μεν, που μπορούν ωστόσο να είναι ενδεικτικά για τις εξελίξεις του σήμερα.
Ο δημοφιλής ερμηνευτής εξομολογείται πως δεν ξέρει πλέον αν αξίζει να μιλά για την πολιτική την οποία γλαφυρά παρομοιάζει με μια όμορφη αλλά βρώμικη γυναίκα.
Μια ιδιαίτερη μουσική παράσταση θα παρουσιάσετε το βράδυ της Δευτέρας στη μουσική σκηνή “PassPort” του Πειραιά. Πώς προέκυψε η ιδέα για ένα πρόγραμμα το οποίο να στηρίζεται στη βυζαντινή μουσική;
Ούτως ή άλλως η καθημερινότητά μας είναι πολύπλοκη. Δεν έχει μόνο μια ροή. Μέσα στο σύνολο των ανθρώπων υπάρχουν διαφορετικές τάσεις, διαφορετικά ρεύματα, το παλιό, το καινούργιο. Εμείς οι Ελληνες είχαμε πάντα τη δυνατότητα, ταξιδεύοντας στην ιστορία μας, διατυπώνοντας στιγμές του παρελθόντος, να φωτογραφίζουμε το σήμερα. Κι αν δείτε με ποιον τρόπο διαπραγματεύεται τους στίχους της, τα καθημερινά γεγονότα εκείνης της περιόδου η Ελένη Αρβελέρ, θα καταλάβετε τις αντιστοιχίες.
Πώς είναι διαμορφωμένη η παράσταση;
Πρόκειται για ποιήματα της Ελένης Αρβελέρ, μελοποιημένα από τον συνθέτη Νίκο Πλάτανο και ερμηνευμένα από μένα, συνοδεία ορχήστρας. Η ίδια η Ελένη Αρβελέρ θα βρίσκεται στη σκηνή, προκειμένου να μιλήσει για την ιστορία του Βυζαντίου μαζί με τη σκηνοθέτιδα της παράστασης, Μέμη Σπυράτου, η οποία θα απαγγείλει ποιήματα. Στόχος μας είναι να καταδείξουμε πως ο τρόπος με τον οποίον γράφεται η Ιστορία δεν χρειάζεται πάντα να είναι ένα ιστορικό βιβλίο, αλλά μπορεί ο ιστοριογράφος να συμμετέχει στα πρόσωπα και στις καταστάσεις που περιγράφει, είτε με άμεσο τρόπο είτε με αλληγορικό, σαν να ζει την ίδια στιγμή. Και έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο η κ. Αρβελέρ αφήνει το στίγμα της, το φιλοσοφικό και το ιδεολογικό.
Δεν σας απασχολεί το γεγονός ότι σε πολλούς μια τέτοια παράσταση μπορεί να ακούγεται “δύσκολη”, “βαριά”;
Για την πλειονότητα μπορεί να είναι δύσκολη παράσταση. Δεν απευθύνεται όμως σε όλους και αυτό το γνωρίζουμε εκ των προτέρων. Και η αλήθεια είναι πως αυτό τον καιρό, με όλες αυτές τις δυσκολίες που περνάμε, σκέφτομαι συχνά πως κάποιοι από μας που έχουμε μια διαδρομή τόσων χρόνων και μια ειλικρινή σχέση με τον κόσμο, οφείλουμε να δώσουμε προτάσεις και στον κόσμο που δεν πτοείται από τη μετριότητα της εποχής και ψάχνει σε δυσκολότερα πράγματα.
Ποια είναι η δική σας σχέση με τη βυζαντινή μουσική;
Κατ΄ αρχάς είμαι γόνος προσφύγων και αγαπώ πολύ τη βυζαντινή μουσική. Δεν είμαι γνώστης της βυζαντινής μουσικής ακαδημαϊκά, αλλά είμαι εραστής της.
Λέγεται πως για να προσεγγίσει κανείς ερμηνευτικά το βυζαντινό μέλος πρέπει να διαθέτει πολύ μεγάλες δυνατότητες. Είναι αλήθεια;
Αστειεύεστε; Δεν τίθεται θέμα. Χωρίς δυνατότητες δεν μπορεί να γίνει. Θα πρέπει να ξέρετε ότι υπήρξαν θρυλικοί τραγουδιστές, οι οποίοι συντήρησαν και μεγάλωσαν τον μύθο της βυζαντινής μουσικής. Δεν είναι πάντα αυτό που ακούμε στις εκκλησίες, γιατί οι ιερωμένοι δεν είναι απαραίτητο να είναι καλλίφωνοι. Οταν όμως πετύχεις έναν καλλίφωνο ιερέα ή ψάλτη, τότε μαγεύεσαι.
Σας χάσαμε την προηγούμενη χρονιά. Ηταν μια συνειδητή απόσταση που πήρατε;
Η αλήθεια είναι πως έκανα πράγματα, αλλά όχι πολλά, στην Αθήνα. Εκανα μια προσπάθεια πριν από περίπου έναν χρόνο, στην Πέτρου Ράλλη, σε μια λαϊκή γειτονιά, και προσπάθησα να κάνω εκεί μια επαφή με τον κόσμο. Πήγε σχετικά καλά, αλλά σε μένα δημιουργήθηκε ένα ερωτηματικό γιατί αυτός ο κόσμος που μου ζητάει να παίξω σ’ έναν λαϊκό χώρο δεν ανταποκρίνεται πάντα. Στο Μέγαρο, για παράδειγμα, που το κατηγορούν κάποιοι, έρχονται πολλοί περισσότεροι να με ακούσουν. Το ψάχνω αυτό ακόμη για να βρω ποιος είναι αλήθεια ο χώρος που θέλει ο κόσμος ν’ ακούει τον Γιώργο Νταλάρα. Εχω αποφασίσει να βρω κάποιους μικρούς χώρους για να κάνω κάποιες εκδηλώσεις που να έχουν συντροφικό χαρακτήρα. Επίσης θα ήθελα πάρα πολύ, με μία ομάδα μουσικών, να περιοδεύσω στους χώρους των πανεπιστημίων, για να μην ξεχαστεί το λαϊκό τραγούδι.
Στη σημερινή κρισιμότατη καμπή της κρίσης που βιώνουμε διατηρείτε ακόμη την αισιοδοξία σας για την εξεύρεση μιας λύσης που δεν θα εξαθλιώνει τη χώρα και τους πολίτες της;
Τα γεγονότα είναι πολύ πιο εκρηκτικά και ριζοσπαστικά από τις όποιες ακραίες σκέψεις μας, είτε αυτές είναι θετικές είτε αρνητικές. Δηλαδή ό,τι καλό και να σκέφτεσαι ως αισιόδοξος άνθρωπος, σε 15 λεπτά μπορεί να μην ισχύει, ή το αντίθετο. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν βρισκόμαστε σε μια εποχής εκλογικευμένης ροής των γεγονότων. Το οικονομικό βάρος που έχουμε μόνοι μας δεχτεί φεύγει από τα όρια της πολιτικής, γιατί η πολιτική πλέον διαμορφώνεται από το πόσες μονάδες θ’ ανέβει ή θα πέσει το χρηματιστήριο. Κάποτε γνωρίζαμε πως η πολιτική και οι ιδεολογίες μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Αυτό σήμερα χάνεται. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν, είναι να έχουμε ψυχραιμία για να μην πέσουμε θύματα στις τρύπες που ανοίγονται γύρω μας. Οταν έρχεται η ώρα να μιλήσω για την πολιτική, αισθάνομαι πια πως δεν αξίζει τον κόπο. Οχι ότι απαξιώνω την πολιτική, αλλά νιώθω πια η πολιτική να είναι σαν μια πολύ όμορφη γυναίκα που μας ξετρελαίνει, την αγαπάμε, αλλά είναι ακάθαρτη, βρώμικη…
Ο γάμος και η πολιτική
Είναι πολύ δύσκολο να συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη ένας δημοφιλής καλλιτέχνης και μια μάχιμη πολιτικός; Ε, αυτό δεν είναι δύσκολο. Είμαστε ανεξάρτητοι άνθρωποι με τις ιδέες του και τις απόψεις του ο καθένας. Βεβαίως ο ένας κατανοεί, αγαπά και στηρίζει τον άλλον. Εύχομαι η Αννα να είχε ασχοληθεί νωρίτερα με την πολιτική. Οταν θέλησε να ασχοληθεί με την πολιτική, θέλοντας να την προστατεύσω, την απέτρεψα, και μάλιστα δύο φορές. Η Αννα όμως ήταν πάντα ένας άνθρωπος που ενδιαφερόταν για το κοινό καλό κι όταν αναλαμβάνει να κάνει κάτι, το κάνει σωστά χωρίς τις δολοπλοκίες και τους ελιγμούς που κάνουν ορισμένοι. Και η Αννα μπορεί να θυσίασε την αγάπη αυτή που είχε προς τους ανθρώπους για να βοηθήσει εμένα.
Στο “REX”
Η παράσταση, σε ημιτελή μορφή, πρωτοπαρουσιάστηκε αρκετά χρόνια πριν στο “REX” και επαναλήφθηκε αργότερα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με περισσότερα τραγούδια.