Της Δήμητρας Γκουντούνα
Επιτέλους, ήρθαν οι ημέρες που «νόμιμα» ανοίγουν οι πόρτες της φυλακής μας και δραπετεύουμε. Ένα ελαφάκι και φωτάκια στολίζουν τον απέναντι κήπο, γρατζουνίζουν διακριτικά την ψυχή μου, ενώ με την άκρη των ματιών μου απολαμβάνω την δικαίωση για την αναμονή ενός ολόκληρου χρόνου μέχρι την έλευση των εορτών.
Αν χιόνιζε κιόλας, θα συμπληρωνόταν η νοσταλγική εικόνα της πολυάσχολης γιαγιάς και της μαμάς που με σηκωμένα μανίκια και οι δύο τους φουρνίζουν τις βασιλόπιτες και και τα γαλακτομπούρεκα. Άσε αυτή η κανέλλα! Να χτυπάει την όσφρησή μας και να μας υποχρεώνουν να μην γευτούμε τίποτα πριν από την Αγία Κοινωνία.
Αργότερα, όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, κάτω από το μαξιλάρι μας, ξέραμε ότι θα μας περίμεναν τα κλασσικά εικονογραφημένα πουέφερνε ο πατέρας και που θα μας άφηνε να ξενυχτάμε με τον «Ολιβερ Τουιστ», τον «Ξυπόλητο Πρίγκιπα», το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα», και σας παρακαλώ μην γελάσετε, και με την απίθανη μικρή Λουλού και τον χαζούλη τον Τάμπι, …. η πρώτη συνειδητοποίηση της συμβίωσης και της διαφοράς των φύλων.
Την άλλη μέρα, το υπέροχο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Στην κεφαλή πάντα ο πατέρας στο τεράστιο τραπέζι με τους καλεσμένους – αλλά πάντα και το «πιάτο του φτωχού» σε μία θεσούλα. Πάντα φρόντιζε κάποιος από μας να το γεμίζει για να το προσφέρει… Ο πατέρας έκανε πάντα την έναρξη της γιορτής σηκώνοντας το κρυστάλλινο ποτήρι του με το κατακόκκινο κρασί. Και μουσικές και χοροί και δώρα κάτω από το πελώριο δένδρο – ό λα πελώρια μου φαινόντουσαν τότε – και εμείς τα παιδιά να συμμετέχουμε στη μικρή μας συνωμοσία για παιχνίδι…
Σε πολλές οικογένειες το Χριστουγεννιάτικο και Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και οι ευλογημένες μυρωδιές συνεχίζονται. Δυστυχώς για κάποιους από σταμάτησαν λίγο πριν την εφηβεία λόγω της απώλειας αγαπημένων προσώπων. Και από τα παραμύθια του Ντίκενς πέρασαν στην βιβλιοθήκη των μεγάλων με τον Ντοστογιέφσκι, τον Ουγκώ τον Λειβαδίτη, που τους σιγοψιθυρίζουν από τότε στο αυτί «Λοιπόν τι κάνετε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος; Γιατί όπως πολλοί από εμάς, έζησα και εγώ σχεδόν αφηρημένα. Βέβαια λάτρεψα τα ανθρώπινα ιδανικά… και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για εκείνους που άργησαν… Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα να νοσταλγώ τον απολεσθέντα Θεό…