Γιάννης Βαρβερης, ο ποιητής της μοναξιάς και της αληθειας

nachmia
Facebook
Twitter
LinkedIn
της Νίνας Ναχμία
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές. / Αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη / που τους βλέπουμε που και που,
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι, / βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω, / εκεί έρχεται το μαντάτο. . . Γιάννης  Βαρβέρης
 
Μόνος μου την ανακάλυψα. Μόνος μου κανείς δεν με καθοδήγησε.
Γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη αξία η γνωριμία μαζί της, που μ’ οδήγησε 
στο μονοπάτι της ιδιωτικής ευτυχίας.
Μια ανάλαφρη μουσική τραγουδάει μέσα μου. Μια ανάλαφρη γλυκιά μελωδία που οι νότες της συντονίζονται έντεχνα με την μουσική της καρδιάς μου. Μέσα απ’ τα λόγια βγήκε αυτή η μουσική. Μέσα από τ’ ακτινοβόλα λόγια χαραγμένα παντού στο χαρτί, που ζέσταναν το αίμα μου και μου χάρισαν μια αίσθηση απαλότητας και φρεσκάδας. Το δέρμα μου μαλάκωσε, οι αισθήσεις μου ημέρεψαν, η ψυχή μου εμπλουτίστηκε με τα διατροφικά συμπληρώματα  που της έλλειπαν για ν’ ανθίσει.
 
Δεν είχα νοιώσει πρωτύτερα στη ζωή μου μια τέτοια μαγεία. Τελείως συμπτωματικά την ανακάλυψα και δεν πρόκειται ποτέ πια να την απαρνηθώ. Κανείς δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για την δύναμη της ποίησης. Τι κρίμα που δεν την έβαλα στη ζωή μου πρωτύτερα να ομορφαίνει τις μέρες μου. Η ζωή είναι πολύ γρήγορη κι εγώ αναζητούσα να τη φτάσω. Ήμουνα αναχωρητής του συναισθήματος. Ήθελα έτοιμη την τροφή της διασκέδασής μου. Γρήγορα και στα όρθια και ας γυρνούσα πίσω σαν διψασμένος που προσπάθησε να ξεδιψάσει από την πηγή του βάλτου. 
Μια διασκέδαση ξηρά άνυδρη, ανέμπνευστη, μ’ έναν ρυθμό αφρικάνικου σεληνιασμού κι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Αυτό μου είχαν επιβάλει τα πράγματα και οι συνθήκες και το ακολουθούσα. Είχα πειστεί πως οι ανάγκες της ψυχής είναι άλλες τώρα, ή παραγκωνίζονται εντελώς. Ούτε που τις συζητάμε πια. Θεωρούνται αναχρονιστικές, ξεπερασμένες, μέσα στον κόσμο της υλιστικής δύναμης και ανάγκης που ζούμε, ανήκουν σε άλλον χωροχρόνο. Τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν τηλεόραση και διάβαζαν πολύ και υλοποιούσαν τα όνειρά τους αναλύοντας τα λεκτικά σύμβολα, δίνοντας τη σωστή σημασία στην κάθε λέξη του λογοπλάστη.  
Τότε που οι άνθρωποι ήταν ρομαντικοί. Ήταν ωραίο να είσαι ρομαντικός τότε. Σήμερα η έννοια της λέξης έχει τελείως υποβιβαστεί σαν αξία. Σαν το κάλπικο νόμισμα που δεν είναι χρήσιμο σε κανέναν. Το παζάρι των αξιών έχει άλλα μέτρα και σταθμά, αστάθμητα.  
Δεν συμφέρει στις βιομηχανίες του θεάματος άλλος τρόπος απόλαυσης  από αυτόν που πλασάρουν εκείνες. Έτσι η ποίηση, μια από τις πιο ευγενείς εκφράσεις του ανθρώπου, διασύρθηκε. Ο ποιητής χλευάστηκε. Ο νέος που την αγαπούσε και ξεδίψαγε από την πηγή της  την νεανική δίψα της ψυχής του, εξοστρακίστηκε προς άλλες κατευθύνσεις. Τέλειωσε, έσβησε το πιο ανέσπερο φως. Ευτυχώς που οι ποιητές δεν τελείωσαν. Με θλιμμένο χέρι παίρνουν και ζωγραφίζουν λέξεις. Πήγασους με χρυσά ανοιχτά φτερά, ιστορίες αγάπης, δράματος, γέλιου, ποτάμιου κρυστάλλου σε πυκνά δάση.  Έξω από το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας. Γράφουν γιατί είναι ταγμένοι στο όνειρο μιας ειρηνικής ψυχής που θρέφεται απ’ το λίπασμα των τρυφερών λόγων. Ελπίζουν πως τυχαία κάποιοι θ’ ανοίξουν το βιβλίο με τα ποιήματά τους και θ’ ανακαλύψουν τη μαγεία της ύπαρξης που τόσο βάρβαρα καταπατήθηκε από τους οικοπεδοφάγους της ευαισθησίας μας. Πως θα βγουν οι άνθρωποι για λίγο από την ζοφερή πραγματικότητα της ασχήμιας και θα        ταξιδέψουν στον έρωτα του ονείρου, τον προορισμό της ύπαρξής τους. Θ’ αγαπήσουν τότε απαλλαγμένοι από την πανοπλία της υποψίας τους. Θα γίνουν ουσιαστικότεροι, καλύτεροι, ανθρωπινότεροι. Μια συναρπαστική αλλαγή γεμάτη χρωματικές εναλλαγές που γεμίζουν τα μάτια με το χρώμα τ’ ουρανού και δίνουν στην ανάσα την φρεσκάδα της νωπής γης. 
Κανείς δεν μου έμαθε, στο σπίτι ή στο σχολείο, γι’ αυτή τη μαγεία. Γι’ αυτό το θαύμα της συναισθηματικής πολυτέλειας. Αταβιστικά το αναζήτησα από ανάγκη να ζήσω ποιοτικότερα, κόντρα στο σκληρό και το άγαρμπο, κόντρα στην ρουτίνα της στατικότητας. Νοιώθω σαν τον πιονιέρο στη «Γη του πυρός». Είμαι υπερήφανος που έκανα αυτή την ανακάλυψη μόνος μου. Έχω κάνει μια ευτυχή αρχή και θά ’χω μιαν ευτυχή συνέχεια. Όταν η ζωή θα μου παίζει με ευτελή όργανα την μουσική της πεντάρας και θα μου γεμίζουν την ακοή με ήχους και στίχους ρύπανσης που θα μου φθηναίνουν το συναίσθημα και θα μου υποβιβάζουν την νοημοσύνη, εγώ θα καταφεύγω στην ιδιωτική μου έκσταση. Θα είμαι θωρακισμένος από τις μικρότητες, τις κακίες και τους σαρκασμούς αυτών που δεν ανακάλυψαν ποτέ την ποίηση για να καταλάβουν τί χάνουν από αυτή την απώλεια.      
    
ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ  ΤΟΥΣ  ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ  ΠΟΙΗΤΕΣ
Του Γιάννη Βαρβέρη
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές.
Αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
που τους βλέπουμε που και που,
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι,
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω,
εκεί έρχεται το μαντάτο.
 
Οι καλοί ποιητές μας φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε από έμφραγμα ή από καρκίνο,
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους 
λουλούδια τρομερά.
Ανοίγουν κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς, βοτανολόγους,
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά,
λόγια φοβισμένα κι αόριστα.
Οι περαστικοί και οι γείτονες σταυροκοπιούνται.
Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται 
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς, 
γράφοντας λίγο όλο και πιο λίγο,
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ, μες στην κλεισούρα,
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται και να κρεμάνε
και οι ποιητές δεν βγαίνουν πια
μήτε για τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από την φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μία της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μία μόνο στιγμή
κι αποτεφρώνονται . 
 

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.