της Νίνας Ναχμία
Ο μαγικός χάρτης της ψυχής μας αναπαράγει πρόσωπα και πράγματα. Οφειλές για πόνους και αδικίες που έγιναν στους συνανθρώπους μας.
Οι ενοχές μας και καμιά φορά το αδιαφιλονίκητο της αλήθειας μας πηγαίνει κοντά σ’ αυτούς τους μεγάλους που άφησαν έργο ακατάλυτο, όταν ο σατανάς του 20ου αιώνα σάρωσε, χωρίς διάκριση πνεύματα αξιόλογα και σπατάλησε ζωές που είχαν ακόμα να προσφέρουν πολλά. Αλλά και για τους μικρούς και ασήμαντους, τους αχθοφόρους και αγωγιάτες, της καθημερινής βιοπάλης που σημαδεύτηκαν σαν σφαχτά προς πώληση, προσφορά στον Θεό της άπληστης λαιμαργίας των ασίγαστα αδηφάγων. Είναι η παρακαταθήκη της ανθρωπιάς μας, αυτή η μνήμη. Το σκότος είχε νικήσει το φως, όπως γίνεται πάντα στην ιστορία των ανθρώπων, που πέφτουν σε παγίδες ερήμην του κινδύνου που διατρέχουν. Έτσι ο πλανήτης φτωχαίνει από τις αξίες του, σ’ αυτή τη …ζούγκλα του πολιτισμού.Ένας βαμπιρισμός αχόρταγος για αίμα και αφανισμούς. Που ευνουχίζει κι ευνουχίζεται. Που ποτέ δεν ικανοποιείται παρασύροντας στο διάβα του ήχους, εικόνες, αισθητικές ψυχών.
Οι Εβραίοι ήταν πάντα ο πρώτος, ο εύκολος στόχος. Γιατί; Κανείς δεν απάντησε μέχρι τώρα. Αυτός ο λαός, ο πιο παλιός στην διαδρομή του των χιλιάδων χρόνων σφαγιάζετε, συκοφαντείτε και ματώνει από τα λυσσαλέα απωθημένα των ανθρώπων στις διάφορες πατρίδες όπου κατέφυγε για να σωθεί. Ο Αρμαγεδδών όμως, ο Λερναίος, πέταγε καινούργια κεφάλια παντού και τα αποδημητικά πουλιά αποχωρούσαν όσο προλάβαιναν. Όλο αποχωρούσαν, περιπλανώμενα. Όπου ξύπναγε το τέρας, έψαχναν πανικόβλητα μιαν άλλη πατρίδα που, ίσως τους συμπονέσει, να κουρνιάσουν μέχρι το επόμενο ξύπνημα που θα ζήταγε να λυτρωθεί απ το ασύλληπτο και ακατατάξιμο μίσος, που ξεσπούσε πάνω τους.
Απογυμνωμένες από τον εβραϊκό πληθυσμό τους οι περισσότερες κοινότητες της Ελλάδας, εξήντα πέντε χιλιάδες συνάνθρωποι από τις εβδομήντα οκτώ χιλιάδες, έφυγαν για να μην επιστρέψουν ποτέ. Τα μνημεία έμειναν να θυμίζουν πως από δω πέρασαν κάποιοι άνθρωποι που είχαν έναν ιδιαίτερο πολιτισμό. Ίδιοι, εξωτερικά με τους άλλους. Άλλοι εύρωστοι οικονομικά, άλλοι πένητες, εργάτες, αχθοφόροι που ίδρωναν για το μεροκάματο που τάιζε τις οικογένειές τους.
Η ιστορία τους, ανήκει στην ιστορία, που με υστερία θα διηγείται το πιο απίστευτο γεγονός όλων των αιώνων. Το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων, ήταν Θεσσαλονικείς, ο κυρίως όγκος τους ήρθε από την Ισπανία όταν εκδιώχθηκαν από τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα, υπήρχαν όμως και κάποιοι πολύ παλιοί, που μετρούσαν αιώνες πριν.
Ο Βοράς, τα νησιά, τα Επτάνησα, τα Δωδεκάνησα έμειναν με τα σπίτια άδεια. Άλλα πλούσια, άλλα φτωχικά, άλλα πολύ φτωχικά.
Το Ολοκαύτωμα, αν και ο όρος δεν αποδίδει το γεγονός, αφορά έναν απίστευτο αριθμό αμνών και εριφίων που σφαγιάστηκαν για την απόλαυση ενός αχόρταγου κανιβαλισμού, και που αρχικά μας οδήγησε σε μια άλαλη έκπληξη. Ήταν σαν ένα γδάρσιμο ψυχής, σαν κάποιος να μας αφαιρούσε ξαφνικά την ευαισθησία και να μας παρέδιδε στην αλήθεια του τρόμου που μας άφησε κεραυνόπληκτους. Μετά όμως από λίγο κι εδώ είναι το περίεργο της εμμονής της ανθρώπινης ουδετερότητας, τα ξεχάσαμε όλα και επανήλθαμε στο γνωστό τρόπο της διεστραμμένης αδιαφορίας της σκέψης. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ξαναμισήσουμε τους Εβραίους. Και όπως κάθε φορά, χωρίς να μπορούμε να δικαιολογήσουμε και να ευαγγελιστούμε τους λόγους που μας οδηγούν στον κίνδυνο αυτής της εμμονής.
Το δάκρυ που χάραζε το γυαλί σαν να ήθελε να χαράξει την μνήμη είναι εκεί. Χαράζει πάντα τα στεγνωμένα πρόσωπα. Τα φαντάσματα του Άουσβιτς, του Μπιργκενάου, της Τρεμπλίνκα δεν κλαίνε πια. Δεν μπορούν. Δεν μπορούν ούτε να ξαναγαπήσουν την μουσική και την ποίηση. Να ξαναγαπήσουν τον έρωτα. Όλα χάθηκαν, όλα ερήμωσαν. Σαν οι πόλεις, απ’ όπου πέρασε το βέβηλο βήμα να μετακόμισαν κάπου αλλού. Δεν ήταν μόνο οι 65.000 Έλληνες νεκροί και οι πεταλουδίτσες ψυχές των 15.000 παιδιών, που κάηκαν, ήταν το χρώμα, η κουλτούρα, η παράδοση αιώνων. Ήταν η ύφανση της μέταξας, τα κεντητά χαλιά, τα ποικιλόμορφα υφάσματα, η αύρα της δύσης. Όλα αυτά ταξίδευσαν χωρίς επιστροφή στις γερμανικές πόλεις που άπληστα χέρια Αρίων γυναικών τα έστρωσαν στα κρεβάτια και τα τραπέζια τους για να δεχτούν τους καλεσμένους τους, καμαρώνοντας για τον άντρα τους που, «ηρωικά μαχόμενος», τους τα έστειλε σαν λάφυρα. Το δεύτερο ξεδιάλεγμα από τα λεηλατημένα των Ναζί τα άρπαζαν τώρα χέρια αδέξια με ληστρικό μένος. Ότι προλάβαινε ο καθένας από έναν πολιτισμό που είχε πεθάνει οριστικά για πάντα να έχει να το επιδεικνύει χωρίς να καταλαβαίνει την σημασία της αξίας του.
Οι αγαθές σκέψεις των Εβραίων δεν τους επέτρεψαν να ιδούν τον κίνδυνο στο πραγματικό του μέγεθος. «Αφού δεν έβλαψα κανέναν γιατί να με βλάψουν εμένα!» Δεν είχαν μάθει ακόμα οι Εβραίοι. Τώρα θα μάθαιναν μια για πάντα, αλλά θα ήταν πολύ αργά. Πολλοί προλάβαιναν να φυλαχτούν αλλά δεν το έκαναν. Κοινότητες όπως της Καστοριάς, των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας, της Άρτας ,της Κέρκυρας, της Ρόδου, των Χανίων. Το τελευταίο τρένο στον μαρτυρικό θάνατο. Στην Κρήτη, το τελευταίο σαπιοκάραβο στον πνιγμό. Ο τελευταίος δολοφόνος ήταν πολύ πιο αποφασιστικός από όλους τους προηγούμενους. Πολύ πιο προηγμένος και συνειδητοποιημένος, πολύ πιο έτοιμος για το σαφάρι της φυλής. Η φυλή του Αβραάμ και του Ιακώβ ήταν κλεισμένη στην παγίδα θανάτου και θ’ ακολουθούσε την μοίρα της την γεμάτη από σκιές και εφιάλτες. Δεν ήταν ο Μωϋσής που θα σχεδίαζε το ταξίδι διάσωσης με όποιες απώλειες. Δεν υπήρχε ποιμένας να δείξει τον δρόμο. Μόνο ο δολοφόνος και οι αποδιοπομπαίοι του υπήρχαν.
«Τον δρόμο που μου έταξες βαδίζω, Κύριε. Χωρίς να ξέρω που πηγαίνω, όπως δεν ήξερα ποτέ ποια θα ήταν η μοίρα που μου επέβαλε το θέλημα Σου.»
Η αλήθεια ισοπεδώνεται, η διαφθορά βασιλεύει. Η οργή δεν έχει παραλήπτη. Μάλλον δυσκολεύει τον νου στην γρήγορη σκέψη που πρέπει να πάρει. Τα συναισθήματα γίνονται άχρηστα. Η κατάθλιψη είναι πολυτέλεια. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους συνανθρώπους τους. Μέσα στην τέλεια εγκατάλειψη και την σχιζοφρενή κατάσταση που τους έχει επιβληθεί δεν προλαβαίνουν τα ψυχικά στοιχεία να βγουν στην επιφάνεια.
Παράξενες μέρες. Ασύλληπτες μέρες που ούτε ο πιο ευφάνταστος εβραϊκός νους δεν θα μπορούσε να συλλάβει. Δεν υπάρχουν τάξεις, φτωχοί ή πλούσιοι, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι. Όλοι είναι ένα στην φρενοβλαβή κατάσταση που τους προέκυψε. Στον κοινό τους πόνο. Στην κοινή τους παγίδα από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Τα γκέτο προπύργιο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ξεφύγει. Σ’ έναν περίγυρο προβολέων και μυδραλιοβόλων για την πρόληψη κάθε απόπειρας δραπέτευσης. Το άσυλο των φρενοβλαβών μεταβλήθηκε σε άντρο φρικτών βασανιστηρίων. Οι τέλεια οργανωμένοι σατανικοί Τεύτονες, έχουν καταστρώσει και εφαρμόζουν με την παραμικρή λεπτομέρεια το σχέδιο που είχε εκπονηθεί στην Καγκελαρία. Διαλέγουν τις πιο όμορφες κοπέλες για να τους κρατούν συντροφιά στα νυχτερινά χυδαία τους γλεντοκόπια. Η μουσική μπερδεύεται με τις κραυγές των απελπισμένων θυμάτων που βασανίζονται για να μαρτυρήσουν που έχουν κρύψει το κομπόδεμα τους.
Σήμερα, ημέρα της επετείου του Ολοκαυτώματος, ας αφήσουμε για λίγο την σκέψη μας, να πάει σ’ αυτούς τους δυστυχείς που τελείωσαν την ζωή τους μέσα σε μια μαρτυρική αγωνία. Στα 15.000 ελληνόπουλα που οι αθώες ζωούλες πέταξαν απορημένες στον Ουρανό και ας μάθουμε πως, για να λεγόμαστε ανθρώπινοι άνθρωποι, δεν πρέπει να καλλιεργούμε μίσος για τον συνάνθρωπο με γνώμονα το χρώμα, την θρησκεία, την κοινότητα στην οποία ανήκει γιατί ασυνείδητα η συνειδητά γινόμαστε συνένοχοι φριχτών εγκλημάτων!!!