Όταν η αγάπη γίνεται εμπορεύσιμο προϊόν- Love Love Love

alt
Facebook
Twitter
LinkedIn

της Μιχαέλα Αντωνίου

Ο Mike Bratlett ανήκει στη νέα γενιά του Royal Court και του National Theatre της Αγγλίας. Έρχεται να διαδεχθεί συγγραφείς όπως οι John Osborne, Edward Bond και Arnold Wesker, ακόμα ίσως και τον Tom Stoppard, που έχουν χτίσει το σύγχρονο Αγγλικό μα και Ευρωπαϊκό θέατρο. Στα έργα του ασχολείται με θέματα κοινωνικά, περιβαλλοντικά, θέτοντας τον άνθρωπο και τις διαπροσωπικές σχέσεις στο μικροσκόπιο. Βλέπει την σύγχρονη οντότητα σε σχέση με τις σημερινές τεχνολογικές εξελίξεις και την αποσύνθεση των υπαρχουσών κοινωνικών δομών.

Το έργο του Love Love Love παρακολουθεί την ιστορία ενός ζευγαριού που από την αισιοδοξία και την απελευθέρωση της δεκαετίας του 60 – μιας δεκαετίας ανθρωποκεντρικής, που θεωρούσε ότι οι γονείς μας μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο – φτάνει στον εγωισμό και την αποξένωση του σήμερα. Οι αναγωγές με τη δική μας γενιά του Πολυτεχνείου και της αδυσώπητης και παράλογης σύγχρονής μας «κρίσης» είναι αυτόματες, εύλογες και πραγματικές, καθώς είμαστε όλοι πολίτες μιας Ευρώπης που έχει ανάγκη επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων της. Ο Bartlett γράφει ένα έργο δυνατό και εύστοχο. Το χωρίζει σε τρία μέρη, τρεις στιγμές κλειδιά στην πορεία των βασικών ηρώων: Την γνωριμία τους ένα απόγευμα του 1967. Το αδιέξοδο του γάμου τους το 1990. Το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους το 2011. Χειρίζεται με οξύτητα το θέμα του, αν και φαίνεται ότι η εγγύτητά του στα σημερινά γεγονότα κάνει το τρίτο μέρος του έργου του να μοιάζει κάπως άτεχνο.

Η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη αναγιγνώσκει τις αναγωγές του έργου στην ελληνική κοινωνία, χωρίς να το περιορίζει. Η Κάλμπαρη γνωρίζει την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και φτιάχνει μια σύνθεση σημερινή. Προσθέτει δικά της κείμενα και έναν ρόλο που ως Περφόρμερ, μπάρμαν, κατευθύνει το πάρτυ της ζωής των ηρώων.  Γιατί έτσι έχει διαβάσει η Κάλμπαρη το έργο, ως ένα πάρτυ μιας γενιάς που όταν της πέρασε το χανγκόβερ ήταν πλέον αργά. Κατευθύνει σωστά τους ηθοποιούς της και βασίζεται σ’ αυτούς. Το Θέατρο Τέχνης, σεβόμενο την ιστορία του, οφείλει να φιλοξενεί τέτοιες σκηνοθετικές προτάσεις σύγχρονων ευρωπαϊκών κειμένων.

Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης τοποθετεί στο κέντρο της σκηνογραφίας του έναν παραδοσιακό, δερμάτινο καναπέ Chesterfield – κορωνίδα του Βρετανικού μεγαλοαστικού σπιτικού. Τα σκουπίδια που σωρεύονται γύρω του στην πορεία της παράστασης υποσκάπτουν όλα όσα αυτός ο καναπές αντιπροσωπεύει και υπογραμμίζουν την θεματική του κειμένου. Ο Νίκος Βλασσόπουλος φωτίζει έξυπνα και παίζει πολύ ωραία με τις ασημί κουρτίνες που πλαισιώνουν την σκηνή. Ο Γιάννης Σορώτος επιμελείται τη μουσική της παράστασης και δημιουργεί ένα ρεμίξ τραγουδιών που περιέχουν όλα τη λέξη Love. Φτιάχνει μια μουσική επένδυση που θα μπορούσε να ακουστεί ανεξάρτητα της παράστασης, μα που την συμπληρώνει και της δίνει τον παραπάνω ρυθμό που χρειάζεται.

Οι ηθοποιοί παρουσιάζουν ένα ομοιογενές σύνολο. Ο Νέστορας Κοψιδάς συνθέτει τον μετρημένο και καθωσπρέπει ρόλο του Χένρυ με αλήθεια και συναισθηματική ένταση. Κάνει ενδιαφέρον έναν ρόλο που θα μπορούσε να περάσει αδιάφορος. Ο Περφόρμερ του έχει ρυθμό, ένταση και πλαστικότητα κίνησης. Είναι ταυτόχρονα παρατηρητής και ενεργό μέλος της δράσης του έργου. Ο Κώστας Σιλβέστρος σχηματοποιεί τον ρόλο του Τζέημι ως νεαρού έφηβου. Όμως βγάζει την προβληματική, απούσα-παρουσία του τριαντάρη κοινωνικά ανένταχτου ανθρώπου στον οποίο εξελίσσεται. Η Ρόζι της Ειρήνης Στρατηγοπούλου έχει αθωότητα ως δεκαεξάχρονη κοπέλα και, ως αποτυχημένη σαραντάρα, εκφράζει τον θυμό μιας ολόκληρης γενιάς που σιγοβράζει αλλά δεν έχει την δύναμη να εκραγεί. Ο Διαμαντής Καραναστάσης στα δύο πρώτα μέρη του έργου έχει ενέργεια και λάμψη. Δυστυχώς, δεν καταφέρνει να βγάλει το βάρος του Κέννεθ στο τελευταίο μέρος. Εγκλωβίζεται σε έναν ακκισμό που στιγμές αγγίζει τα όρια του γελοίου. Εξαιρετική στην σαραντάχρονη πορεία της Σάντρας είναι η Άννα Κουτσαφτίκη. Πείθει για τα ηλικιακά άλματα που κάνει ο ρόλος της σε κάθε στιγμή της παράστασης. Έχει φρεσκάδα και υπεροψία ως εικοσάχρονη. Σκιαγραφεί την υστερία και τον εγκλωβισμό της σαραντάρας γυναίκας. Και παρουσιάζει τον εγωισμό της εξηντάρας μάνας με μαεστρία.

Μια παράσταση για την αγάπη ως εμπορεύσιμο προϊόν.

 

Συντελεστές:

Μετάφραση – σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη

Σκηνικά – κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος

Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Σορώτος

Βίντεο: Διαμαντής Καραναστάσης

Βοηθός σκηνοθέτη: Ηλίας Λάτσης

Παίζουν (αλφαβητικά): Διαμαντής Καραναστάσης, Άννα Κουτσαφτίκη , Νέστωρ Κοψιδάς, Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Κώστας Συλβέστρος

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.