Τσικνοπέμπτη σήμερα και η Μαίρη Παναγάκου, μας μιλάει για την μέρα ορόσημο πριν από τις Απόκριες.
Η δεύτερη Κυριακή των Απόκρεω λέγεται “κρεατινή ή ολόκριγια”, επειδή τότε δεν κρατούν Τετάρτη και Παρασκευή, λέγεται και “άρτσι βούρτσι” επειδή τρώνε ό,τι νάναι!
Μαζεύονται στα σπίτια την Τσικνοπέμπτη τρώνε, πίνουν και χορεύουν, λένε ανέκδοτα σεμνα, λογοπαίγνια με ελευθεροστομία, που μόνο τις Αποκριές επιτρέπεται να λένε, “το καλεί η μέρα λένε”
Χορεύουν και τραγουδούν τ’ αποκριάτικα τραγούδια, τα σατυρικά και πονηρά και από εδώ και το Κρητικό δίστιχο
τσι Μεγάλες
Αποκρές,
κουζουλαίνονται κ’ οι γρες.
Η αρχή του Τριωδίου γίνεται πιο αισθητή αυτή την ημέρα που ο καθένας και ο πιο φτωχός “θα τσικνώσει τη γωνιά του”, όπως λένε. Κάτι θα ψήσει στη φωτιά κι η τσίκνα από το ψημένο κρέας χοιρινό ή κάτι άλλο, θα μοσχοβολήσει τον αέρα.
Εκείνο το βράδυ, όπως και το Σάββατο και την Κυριακή της Κρεατινής, οι συγγενείς τρώγουν όλοι μαζί. Άμα φάγουν και πιούν γίνονται μασκαράδες, χορεύουν και τραγουδούν.
Στην Ήπειρο, σαν μια οικογένεια οι μαστόροι και οι καλφάδες, κάνουν στους μαθητές τους το τραπέζι και όλοι θεωρούνται ίσοι.
Οι μεταμφιεσμένοι διαφέρουν από τόπο σε τόπο, όπως και οι ονομασίες τους.
Κουδουνάτοι, Γιανίτσαροι, κουκούγεροι, καμουζέλες, μούσκαροι, προσώπεια και τόσα άλλα, όμως το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι, από το ιταλικό maschera και carnevale.
Carne (κρέας) vale (έχε γειά), η ετυμολογία του carnevale.
Συνήθως ο όμιλος των μεταμφιεσμένων έχει την μορφή γαμήλιας πομπής, στην οποία εκτός από τον γαμπρό και τη νύφη, συμμετέχουν η γριά προξενήτρα, ο γέρο-νουνός και ο ταχτιάρης-φουσταλενοφόρος, με πολλά κουδούνια κρεμασμένα από τη ζώνη του και μ’ ένα σακούλι γεμάτο στάχτη, να υπερασπίζεται την ευτυχία του ζευγαριού.
Η πομπή καταλήγει στην πλατεία του χωριού, όπου παρωδείται η τελετή του γάμου.
Αλλά ενώ ο κόσμος στις πόλεις διασκεδάζει την Αποκριά, στα χωριά ο αγρότης, μέσα στα έλια, τα αστεία και τα φαγοπότια, έχει την αίσθηση της μεταβολής που συμβαίνει την εποχή αυτή στη φύση και θέλει με πράξεις και ενέργειες, που ανάγεται σε παλιές μαγικές συνήθειες, να υποβοηθήσει τον ερχομό της άνοιξης, να εξασφαλίσει την βλάστηση και ευφορία των αγρών.
Για τον άνθρωπο του λαού ισχύει το ρητό: “naturalia non sunt turpia”, (τα φυσικά πράγματα δεν είναι αισχρά). Οι αρχαίοι από την εποχή του Ομήρου και του Ησίοδου, πίστευαν ότι η ερωτική ένωση της Δήμητρας με τον ήρωα Ιασίωνα “νειώ ένι τριπώλω”, δηλαδή επάνω στο τρείς φορές οργωμένο χωράφι, είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση του Πλούτου, όταν ακόμη ως πλούτο θεωρούσαν τη σοδειά των δημητριακών.
Είναι κοινή πίστη ότι από την πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς “αι ψυχαί των αποθαμένων απολυούνται” και βγαίνουν στον απάνου κόσμο. Σε μερικά μάλιστα μέρη την Τσικνοπέφτη έβραζαν πιλάφι με κρέας και το μοίραζαν στους φτωχούς, για τους πεθαμένους. Με την πρώτη πιρουνιά που θα φάγουν και το πρώτο κρασί που θα πιούν λένε “θεός σχωρέση τις ψυχές”.
Αλλά οι κατεξοχήν αφιερωμένες στους νεκρούς ημέρες της Αποκριάς είναι τα Σάββατα της Κρεατινής και της Τυρινής, όπως και της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, τα λεγόμενα Ψυχοσάββατα. Τότε σε κάθε σπίτι φτιάχνουν κόλλυβα, χυλό, χαλβά ή φαγητά και τα μοιράζουν “για να σχωρεθούν τα πεθαμένα”.