Της Νίνας Ναχμία
«Άλλα μεν Βουλή ανθρώπων, άλλα δε λαός κελεύει». Θα μου πεις: Δεν πα να κελεύει ότι θέλει, ο λαός! Σαν πολύ βάσανο μας έγινε. Αμάν και μας σκάσανε αδελφάκι με τις πορείες και τις απεργίες τους. Να φύγουμε να ησυχάσουμε λίγο απ’ αυτούς. «Που θα πας φέτος;» Λέω για Γκσταντ!» «Τι λες ρε τρελός είσαι; Είναι καιρός για να ξεσκί… στο σκί; Εδώ οι άνθρωποι θαφτήκανε στο χιόνι. «Εγώ λέω να χτυπήσω τίποτα Μαλβίδες, καμιά Ταϊτή!… Ωραία πράγματα! Να μου σερβίρει κι αυτή η ξέβιζη με την ψάθινη φούστα Πίνα Κολάτα κι άσε αυτούς στην πείνα τους να τους κολάτα το άντερο, από την άλαδη φακή.
«Ωραία τα λες συνάδελφε. Μ’ έκανες να γελάσω!» «Και που είσαι ακόμα συνάδελφε, δεν είδανε τίποτα! Θα πούνε το ψωμί παντεσπάνι και την ελιά χαβιάρι». «Θα τους ανάψουνε τα ψυχεδελικά τους και ποιος τους μαζεύει. Σχετικά, μέχρι τώρα, καλά την βγάλαμε. Δεν μπορείς να πεις! «Αν εξαιρέσεις το κεφάλι του Χατζιδάκι που το βρήκανε εύκολο, και παρ’ ολίγο να του το κάνουνε κιούπι, όλα τ’ άλλα μια χαρά είναι. Ούτε γρατζουνιά. «Ούτε γρατζουνιά, ούτε γάτα ούτε ζημιά, συνάδελφε». Άσε, μη συγχύζεσαι, εδώ πάμε να ξεσκάσουμε να κάνουμε και τα λούξους μας στα εξωτικά…» «Δε μου λες εσύ που τα χεις;» «Τα ποια;» «Τα «τουλά» ντε!» «Που να τα χω! ‘Oπου κι εσύ συνάδελφε. Δεν είμαστε συνάδελφοι σε όλα; Αλλού θα τα πήγαινα εγώ; Τα σιγούρεψα όπως κι εσύ. Να τα πηγαίνεις όπου θέλεις και να τα παίρνεις όποτε θέλεις.» «Μπράβο ρε μεγάλε! Καλά δεν παιζόμαστε, να αλληλο-συγχαιρόμαστε κάπου, κάπου, αφού δεν μας συγχαίρουν οι άλλοι, μη χάσουμε και την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας!»
Κάπως έτσι κυρίες και κύριοι πρέπει να έγινε ο διάλογος αυτός μεταξύ δύο βουλευτών μας, ή υπουργών μας, δεν ξέρω επακριβώς, λίγο πριν… το κλείσιμο για τις καθιερωμένες, χειμερινές βουλευτικές διακοπές. Ε’ να μην πάνε κι αυτοί κάπου να ξεκουραστούν; Τόσο κουραστήκανε, οι καημένοι. Θα μου πεις, οι καπετάνιοι εγκαταλείπουν τελευταίοι το πλοίο όταν βουλιάζει, αλλά, άλλοι καπετάνιοι είναι αυτοί, με μπέσα, με ήθος, με ευθύνη για το πλήρωμα και τους επιβάτες που τους εμπιστεύθηκαν, και άλλοι οι «Ματσουλίνοι Ντε Λα Ρεμούλα Νεβάδα Γκρέκα».
Και μη νομίζετε πως όλα αυτά είναι καθαρά της φαντασίωσής μου. Το συμπέρασμα είναι οφθαλμοφανές εκ των πραγμάτων. Εξ όσων ακούω, βλέπω και υφίσταμαι και που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να καταλάβω ότι εμπαίζομαι και πως στο μέλλον θα υποφέρω περισσότερο, γιατί εδώ και πολλά χρόνια κάποιοι αχόρταγοι άπληστοι και ασυνείδητοι ροκάνισαν τον πλούτο αυτής της χώρας νομίζοντας πως ανήκει μόνον σ’ αυτούς αφήνοντας όλους εμάς στο έλεος του Θεού. Αλλά επειδή ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη, πιστεύω, πως ο κλέφτης δεν θα χαρεί και πολύ στο ανενόχλητο τα κλοπιμαία του γιατί… Οργή Λαού οργή Θεού! Οψόμεθα.