Η Βαρβάρα, η Λουλούκα Μεταξά, η απαγόρευση!
Της Δέσποινας Μακρινού
Στην χώρα των αντιφάσεων και των παραδοξολογιών, στη χώρα της ματαιοδοξίας και του πανηγυριού, η έναρξη του πολέμου είναι εκείνη που γιορτάζεται και όχι το τέλος, όπως είθισται σε όλες τις άλλες χώρες .
Γιορτές και πανηγύρια για την μοναδική λέξη αντίστασης του δικτάτορα Μεταξά, που ιδιοτελώς σκεπτόμενος και χωρίς καμία άλλη δυνατότητα επιλογής βροντοφώναξε το “ΟΧΙ”.
Ένα “ΟΧΙ” που δεν κατάφερε τελικά να τον εξιλεώσει για τα εγκλήματα που είχε προηγουμένως διαπράξει.
Φασίστας και διώκτης, αντικομμουνιστής και βασιλόφρων, πέρασε στην συστημική ιστορία διδασκαλίας, ως μεγάλος πατριώτης εξ αιτίας του οποίου η χώρα μας απέρριψε την πρόταση συνεργασίας στον Ιταλό κατακτητή.
Ας αφήσουμε όμως στους ιστορικούς να αποκρυπτογραφήσουν τις βαθειές αιτίες της διαστρέβλωσης των γεγονότων και των εκφράσεων και ας ασχοληθούμε με ένα μεγάλο προσωπικό πρόβλημα, που αντιμετώπιζε εντός οικογενείας ο δικτάτορας.
Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε δύο κόρες την Λουκία και τη Νανά. Η πρωτότοκη κόρη, απόκτημα απο την γυναίκα του Λέλα Χατζηιωάννου, του προέκυψε λίγο ζωηρούλα, λίγο ατακτούλα, λίγο σεξομανής. Τη φωνάζανε Λουλού ή Λουλούκα και είχε “σπιτοδιώκτη”.
Λαχταρούσε τον έρωτα και άπλωνε τα δίκτυα της σε ανοικτά “πελάγη” αναζητώντας την απόλαυση.
Εκείνη την εποχή το ρεμπέτικο τραγούδι βρισκόταν στα “ντιζένια” του και οι δημιουργοί έγραφαν μουσική και στίχους, σατυρίζοντας πρόσωπα και γεγονότα.
Έτσι προέκυψε η “Βαρβάρα” του Παναγιώτη Τούντα, με ερμηνευτή τον Στελλάκη Περπινιάδη.
Η “Βαρβάρα”, όμως φωτογράφιζε σχεδόν με σαφήνεια την πρωτότοκη κόρη του Ιωάννη Μεταξά, τη Λουλού ή Λουλούκα κατά το χαιδευτικότερον.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η “Βαρβάρα” απλώθηκε σε όλα τα καπηλειά, σε όλες τις ταβέρνες, τους φωνογράφους, τις λατέρνες.
Ο Μεταξάς, εν εξάλλω, αν και ενήργησε αστραπιαία, δεν κατάφερε να περιορίσει το κακό. Το τραγούδι απαγορεύθηκε και ο Τούντας σύρθηκε στα δικαστήρια.
Κατόπιν διαταγής, όλες οι … Βαρβάρες, αποσύρθηκαν με ξαφνικές εφόδους της αστυνομίας και απαγορεύθηκαν αυστηρά.
“Καταντήσαμε όλοι οι Έλληνες να έχουμε στη μασχάλη μας και μία Βαρβάρα” ήταν τα λόγια του απεγνωσμένου εισαγγελέα στο δικαστήριο.
Με ΑΕΡΑ στα πανιά, το τραγούδι παρά τις απαγορεύσεις έγινε “viral”, όπως θα λέγαμε σήμερα, και παιζόταν κρυφά σε όλα τα ρεμπετάδικα.
Είναι άλλωστε κατανοητό, και απολύτως γνωστό, ότι οι δικτάτορες, δεν έχουν ή έχουν ελάχιστη σχέση με το χιούμορ και την σάτυρα.
Αφιερωμένο εξαιρετικά το τραγούδι στην Λουλούκα Μεταξά που έκανε “άστατη ζωή”
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια.
Το καλάμι της στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει.
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει.
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει, τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται απ’ τα γέλια.
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει.
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήσει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι.
Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι.
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα ’ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει.
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει.