4 Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ζώων.
Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου Πλησιάζω τα 80 κι ακόμα δεν έχω καταλάβει όταν λέμε ζώα τι εννοούμε. Μόνο τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Σαν την καταραμένη ημέρα που ο γιος μου, ο σύντροφος (Γρηγόρης Φαράκος) κι εγώ τον κρατάμε σφιχταγκαλιασμένοι για τελευταία φορά.
Τόσο δα κουτάβι το ταϊζουμε με το bibéron, γεμίζουμε όλο το σπίτι με εφημερίδες, όπου τού αρέσει ξαμολάει μια κατρούλα.Ξενυχτάμε εναλλάξ τα βράδια να το νανουρίζουμε. Ο Γιάννης Ρίτσος στο πρωινό τηλέφωνο πρώτα ρωτάει γι αυτόν. Λέει να τον φωνάζουμε Φλούφλη. Τελικά, αν και είναι κάτασπρος ζάχαρη και χιόνι, του έμεινε Μπιμ, από την αριστουργηματική σοβιετική ταινία “Ο Μπίμκα με το κανελί αυτί”.
Δεν μιλάει, ευτυχώς γι αυτόν, τη γλώσσα των ανθρώπων. Τα καταλαβαίνει όμως όλα, από τους ήχους των λέξεων. Ξέρει πότε θα πάει να φάει, ακούει λουρί και τρέχει για βόλτα. Από παντού φτάνουν στ΄αυτιά μας:”Τί κατάντια! Ένας Φαράκος να βγάζει βόλτα ένα κανίς!”.
Η Έλλη Παππά γελάει χλευαστικά με τα σχόλια. Την ίδια εποχή ο γιος της, Νίκος Μπελογιάννης κι αυτός. Της έχει φέρει στο σπίτι μια γάτα. Την λατρεύει την περιποιείται. Όταν έρχεται η ώρα της να γεννήσει, η Έλλη κάνει την μαμμή, παρατηρώντας την κάθε της κίνηση. Πώς κόβει τον λώρο, πως γλείφει τα μικρά της, πως τα αφήνει όλα μαζί να βυζαίνουν, ενώ εκείνη ήρεμη λες και γελάει με τα μάτια της όμως να γυρνούν εδώ κι εκεί μην κάποιος της τα αγγίξει. Υπάρχει άραγε, στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, έστω μόνο για σήμερα, το βιβλίο “Η γάτα η Σοφή” της Έλλης Παππά;
Ρητορική η ερώτηση. Έτσι για να λέμε ότι υπάρχουμε. Μια μέρα, αν και σκύλος, ο Άρχοντας της Λιλής (Σφήκα- Παπαγιαννάκη) μού στέλνει δια-δικτύων ένα λουλούδι. Μέσα μου ξυπνάει το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, που παιδιά ακούγαμε από τη μάνα και τον πατέρα μας.
“Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα,
μην τάχα σαν κι εμένα
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτέ δε θα τ΄αφήνω
στους δρόμους να πεινούν.
Σα δεν μιλούν εκείνα
κι ο λόγος αν τους λείπει,
μήπως δε νιώθουν λύπη,
δε νιώθουν και χαρά;
Μήπως καρδιά δεν έχουν,
στα στήθη τους κρυμμένη,
που τη χαρά προσμένει
κι αγάπη λαχταρά;









