στην Κωστούλα Τωμαδάκη
«Ποιον δρόμο να πάρουν; Ποιος δρόμος οδηγεί στη σωτηρία και ποιος στην καταστροφή;» , αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής του βιβλίου , «Στην άκρη του κόσμου» (κέδρος) ,που καθορίζει τη διαδρομή των φυγάδων όταν ξεσπάει μια άγνωστη επιδημία σε μια πόλη του πελοποννησιακού νότου.
Ο πληθυσμός των Αλυκών, ένα τεράστιο ανθρώπινο μπουλούκι, αναζητεί τη δική του Γη της Επαγγελίας και ο συγγραφέας Γιώργος Ξενάριος εγκλωβίζει τον αναγνώστη στην πορεία των ηρώων του σε μια φανταστική Ελλάδα, με φόντο τις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής (τηλέφωνο, αυτοκίνητο, κινηματογράφος κ. λ. π.).
Το «Στην άκρη του κόσμου» (κέδρος), συγκαταλέγεται σε μια μικρή λίστα σημαντικών βιβλίων που χαρακτηρίζουν την εποχή, την πορεία, το διχασμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σοφία της ιστορίας και η γαλήνια αφήγηση ανυψώνουν τη θαυμάσια ιδέα σε ένα κατευναστικό σχεδόν `θεραπευτικό ` αποτέλεσμα.
Ο Γιώργος Ξενάριος υπογράφει ένα σύνθετο μυθιστόρημα, ήρεμα επιθετικό, συναισθηματικά εξαντλητικό, από εκείνα που σε κάνουν να αγαπάς τη λογοτεχνία .Αναμφίβολα θα αποτελέσει μια από τις ωραιότερες εκπλήξεις της χρονιάς.
.Τι σε συγκλόνισε τόσο ώστε να αφιερώσεις το νέο βιβλίο σου σε ένα θέμα ιδιαίτερο σκληρό, την επιδημία, τον επικείμενο θάνατο;
Δεν πρόκειται για ένα συγκεκριμένο έναυσμα, ένα γεγονός ή κάτι παρόμοιο. Ο συγγραφέας, πολύ πριν «επιλέξει» το θέμα του (κι εδώ τίθεται το ερώτημα αν πράγματι ο συγγραφέας «επιλέγει» το θέμα του), κουβαλάει τον εαυτό του, συγγραφικό και βιοτικό. Κάθε φορά, σε κάθε του βιβλίο, ενεργοποιείται ένας πολύπλοκος μηχανισμός, που συναποτελείται από μνήμη και λήθη, φέρνει στην επιφάνεια αυτό που νόμιζε ότι είχε ξεχάσει και «ξεχνάει» από πού είχε ξεκινήσει. Υπό την έννοια αυτή, «θέμα» δεν υπάρχει. Εκείνο που υπάρχει είναι η ψυχο-συναισθηματικο-βιοτική προσωπικότητα του συγγραφέα, που, κάθε φορά, αποφασίζει ποιο κομμάτι του προσώπου του θα αποκαλύψει.
.Ο τρόπος που κινείσαι ανάμεσα στους ήρωες και στις προοπτικές τους θυμίζει κινηματογραφική ταινία. Ήταν μια συνειδητή επιλογή;
Σαφώς όχι. Απλώς (και αυτό ανεξάρτητα από τη συγγραφική μου ιδιότητα) σκέφτομαι με εικόνες, κατά κάποιον τρόπο (αυτό μου συνέβαινε από παιδί) τείνω να οπτικοποιώ τη σκέψη μου. Ίσως αυτό είναι η αιτία της ομοιότητας με τον κινηματογράφο. Πάντως αυτή την παρατήρηση την έχουν κάνει όλοι οι κριτικοί αλλά και οι απλοί αναγνώστες των βιβλίων μου, άρα μάλλον έχεις δίκιο που με ρωτάς.
.Ο χώρος παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο μυθιστόρημα σου, «Στην άκρη του κόσμου». Ο χώρος ως περιοχή όπου διαδραματίζεται η ιστορία, ο ιστορικός χώρος, η αφετηρία αλλά και το τέλος της ιστορίας . Πόσο σε επηρέασε η τοπογραφία της δικής σου μνήμης;
Καθόλου. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία μου, έτσι και στην «Άκρη του κόσμου», δεν υπάρχει τίποτα το βιωματικό. Όχι μόνο καμία πτυχή του ατομικού μου βιώματος δεν παρεισφρέει στη λογοτεχνία μου, αλλά και απεχθάνομαι τους «βιωματικούς» συγγραφείς και τα κείμενα που περιέχουν ακατέργαστο βίωμα. Κατά τα λοιπά, ο χώρος είναι εκ των ων ουκ άνευ του μυθιστορήματος ─ και ευτυχής ο συγγραφέας που συναρμόζει επιδέξια τον χώρο με τα πρόσωπα, διαφορετικά ειπωμένο: το παρελθόν με το μέλλον του κειμένου.
«Εσύ ομολόγησες στον εαυτό σου την απουσία σου, δεν την ομολόγησες όμως στους άλλους». Θα μπορούσε να είναι η ουσία του βιβλίου σου;
Κατά μία έννοια, ναι. Αν σκεφτεί κανείς ότι το υποκείμενο, αλλά πραγματικό «θέμα» του βιβλίου μου είναι ο διχασμός, ακριβέστερα η διπλότητα του ανθρώπινου προσώπου, αυτό προϋποθέτει ένα ζεύγμα απουσίας-παρουσίας, έναν άξονα όπου ο Εαυτός είναι παρών και απών ταυτόχρονα. Είμαστε όλοι παρόντες και απόντες ταυτόχρονα.
.Από τι φτιάχνεται η Ιστορία; Από ποιους;
Προσοχή: στο συγκεκριμένο απόσπασμα του βιβλίου δεν εννοώ την Ιστορία στη μεγα-κλίμακα του συλλογικού, αλλά τη λογοτεχνική «ιστορία», τον «μύθο», άρα κατά μία έννοια περνούμε στη μικρο-κλίμακα του ατομικού. Αυτή την ιστορία τη φτιάχνει, κατ’ αποκλειστική μάλιστα δικαιοδοσία, ο συγγραφέας ─ και αποκλειστικό υλικό ο Εαυτός του, όποιες συνέπειες και αν έχει αυτό…
.Η λογοτεχνία μπορεί να φτάσει εκεί που σταματά η Ιστορία, κύριε Ξενάριε;
Κι ακόμη παραπέρα. Η λογοτεχνία, η τέχνη, η ισχυρότερη φαντασιακή δομή της κοινωνικής συλλογικότητας, υπερακοντίζει κατά πολύ την πραγματική αφήγηση της ιστοριογραφίας. Με την Ιστορία ζεις, με τη λογοτεχνία κάνεις κάτι απείρως ισχυρότερο: ονειρεύεσαι, άρα θωρακίζεσαι φαντασιακά απέναντι στο πραγματικό δράμα της ζωής.
. «… όπου και να πάμε, το τέλος θα είναι ένα: θάνατος».
Η τέχνη μικραίνει το θάνατο;
Ισχύει πάνω κάτω αυτό που απάντησα στην προηγούμενη ερώτησή σου. Η λογοτεχνία, η τέχνη υπερκερνά και την τρέχουσα πραγματικότητα, τη ζωή, και την παρελθοντική, την Ιστορία. Υπό την έννοια αυτήν ─και ας μην παρεξηγηθεί η απάντησή μου─ η τέχνη καθιστά τον άνθρωπο αιώνιο, προσφέροντας το καλύτερο αντίδοτο στον μαρασμό του θανάτου, ακριβέστερα: στον φόβο γι’ αυτόν.
.Οι λέξεις που χρησιμοποιείς μοιάζουν απολύτως κατάλληλες για να περιγράψουν αυτό που θέλουν να πουν . Τι είναι για σένα οι λέξεις;
Όχι μόνο για μένα, οι λέξεις είναι ο κόσμος, ταυτίζονται με την πνευματική ύπαρξη, είναι ο μεγάλος Εαυτός που μας περιέχει. Αν νομίζεις ότι υπερβάλλω, προσπάθησε, για ένα έστω λεπτό, να σκεφτείς χωρίς αυτές. Ειδικότερα, σε ό,τι με αφορά, αποδίδω τεράστια σημασία στη χρήση τους στη λογοτεχνία. Αυτό όμως δεν σημαίνει μια επιγενόμενη επεξεργασία του κειμένου, αλλά μια αυτόματη, οιονεί «φυσική» χρήση τους.
.Η ποιητική σου φλέβα είναι παρούσα και «Στην άκρη του κόσμου» (Κέδρος),όπου διακρίνουμε έναν υποβόσκοντα λυρισμό , μια υποδόρια μουσικότητα. Σαν οι λέξεις να απαντούν σε ένα ρυθμό. Πώς το κατορθώνεις με τόση επιτυχία;
Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση, αλλά ισχύει αυτό που απάντησα στην προηγούμενη ερώτησή σου: ό,τι διάβασες, σε ό,τι αφορά στη γλώσσα και το ύφος του βιβλίου, είναι σχεδόν πρώτη γραφή, χωρίς καμία, σχεδόν, επιγενόμενη επέμβαση. Αν επιτρέπεται να μιλάω έτσι για τον εαυτό μου, το τελικό κείμενο, από γλωσσική, υφολογική άποψη, βγαίνει με τρόπο φυσικό, αυθόρμητο, αυτόματο από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «συγγραφική συνείδηση».
.Χρειάζεται η Πόλη τους ποιητές, ιδιαίτερα σήμερα, αγαπητέ Γιώργο;
Αν εννοείς την πολιτική διαχείριση, όχι, σαφώς όχι, θα ήταν καταστροφικό να αναλάβουν τη διακυβέρνηση και της πιο μικρής συλλογικότητας οι ποιητές. Χρειαζόμαστε, απλώς, καλούς πολιτικούς, με όραμα, αν θέλεις, ποιητικής υφής, αλλά όχι ποιητές στη θέση των κυβερνητών. Αν εννοείς τη σύνολη ζωή, τότε ναι, ακόμη κι αν επρόκειτο, λίγο αργότερα, να τους εξορίσουν…