Της Νίνας Ναχμία
Σήμερα, είπα να ξεστρατίσω από τη στήλη μου για να σας δείξω μια άλλη όψη της ζωής. Αυτή ίσως που δεν υποπτεύεστε ή κι αν υποπτεύεστε την αφήνετε σκεπασμένη σε μια άκρη του υποσυνείδητου για να μη σας χαλάει την εορταστική χαλαρή διάθεση. Τα δράματα των ανθρώπων είναι άπειρα. Σχεδόν όπου άνθρωπος και δράμα, έλεγε η σοφή μητέρα μου. Αν αποφάσισα να σας μεταφέρω αυτό το γράμμα είναι γιατί η ίδια η αναγνώστρια μου το ζήτησε.
Αγαπητή κυρία Ναχμία,
Σας γράφω μετά που διάβασα το βιβλίο σας και κατάλαβα πως έχετε μια προχωρημένη ευαισθησία. Ίσως και γιατί είχα ανάγκη να μιλήσω μετά από μια σιωπή τριών ετών! Προχθές είχα την επέτειο της «καταστροφής της ζωής μου», που το νήμα της κόπηκε αφήνοντάς με να ζω μόνο με το σώμα. Χωρίς ψυχή, χωρίς φως, χωρίς σχέδια, χωρίς όνειρα.
Είμαι 42 ετών και, πριν τρία χρόνια, έχασα τα πάντα. Και όταν λέω τα πάντα, εννοώ ΤΑ ΠΑΝΤΑ! Πριν, δεν μπορούσα να εκτιμήσω την αξία τους. Θεωρούσα φυσικό να ζω μ’ έναν καλό σύντροφο, να έχω δυο χαριτωμένα παιδιά, να ζω μια καλή ζωή. Ούτε που υποπτευόμουν το χτύπημα της μοίρας που παραμόνευε. Πολλές φορές έπληττα μέσα στην νιρβάνα της καλοζωίας μου και μεμψιμοιρούσα για ηλίθια πράγματα, χάνοντας τις ευκαιρίες που μου προσφέρονταν απλόχερα.
Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη Κυριακή όταν ο άντρας μου αποφάσισε να πάει τα παιδιά στο Αττικό Άλσος, κάτι που τους είχε υποσχεθεί από καιρό. Πρέπει να πέρασαν πολύ ωραία, αν και δεν το έμαθα ποτέ. Στον γυρισμό τους περίμενε ο θάνατος σ’ ένα ραντεβού αλλιώτικο και παράξενο. Μια σταθμευμένη νταλίκα, σε μια πάροδο, που τα φρένα της δεν είχαν ασφαλιστεί κατηφόρισε και έλιωσε το αυτοκίνητο, το περιεχόμενο του και την ζωή μου. Την ζωή μου που δεν είχε πια σκοπό, αιτία ύπαρξης, που άδειασε μονομιάς σαν σακί με πατάτες που του αφαιρούν το φορτίο του.
Από τότε συνεχίζω να… ζω, χωρίς να υπάρχω. Δεν έχω τίποτ’ άλλο από αυτά που είχα και έχασα. Δεν έχω γονείς, αδέλφια, άμεσους συγγενείς. Ίσως καλύτερα, γιατί είμαι μόνη μου με τον πόνο μου που τον πείρα και τον μετακόμισα μακριά από τις αναμνήσεις μου, μακριά από το μεγάλο χαρούμενο σπίτι μου, μακριά από τα αγαπημένα αντικείμενα των αγαπημένων μου, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο. Η φασαρία της πόλης, μου πάει καλύτερα. Την ησυχία την τρέμω. Με τρελαίνει! Οι φωνές των ανθρώπων μου θυμίζουν πως είμαι ακόμα ζωντανή παρ’ όλο που προσπάθησα ανεπιτυχώς για το αντίθετο.
Κάποια πράγματα, βλέπετε είναι να συμβούν, κάποια όχι. Ο θάνατος στη ζωή είναι ο χειρότερος θάνατος, γιατί πεθαίνεις κάθε μέρα κι από λίγο. Σταμάτησα τη δουλειά μου, γιατί μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ. Η οικονομική μου κατάσταση μου το επέτρεπε, εξ άλλου τι έξοδα είχα πια; Οι ανάγκες μου περιορίστηκαν σε μια λιτή επιβίωση.
Θέλω να δημοσιοποιήσετε το γράμμα μου, όχι για να προκαλέσω οίκτο, κάτι που απεχθάνομαι, αλλά για να μάθουν οι άνθρωποι να εκτιμούν και να χαίρονται γι’ αυτά που τους έχει ευλογήσει ο Θεός, όσο τα έχουν.
Σας ευχαριστώ,
Εύα.