Ο Αφέντης Πούντιλα και ο Δούλος του ο Μάττι του Μπέρτολντ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου

alt
Facebook
Twitter
LinkedIn

κριτική: Μιχαέλα Αντωνίου

Θέατρο Τζένη Καρέζη

Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ έγραψε το Ο Αφέντης Πούντιλα και ο Δούλος του ο Μάττι το 1940-41 όταν βρισκόταν στην Φινλανδία, γι’ αυτό και η δράση του έργου εκτυλίσσεται εκεί. Έμπνευση για το έργο αποτελούν οι αφηγήσεις και τα διηγήματα της Χέλλα Βουολιγιόκι, η οποία τον φιλοξένησε στο κτήμα της όσον καιρό πέρασε στην αυτοεξορία στην χώρα της.

Ο Μπρεχτ αφηγείται την ιστορία του βίαιου και αμοραλιστή, γαιοκτήμονα Πούντιλα, που χρησιμοποιεί το μεθύσι του ως διαφυγή από τον ίδιο του τον εαυτό και την κοινωνική του θέση. Το κενό μνήμης που του προκαλεί η μέθη τον βοηθάει να διαχειριστεί την ίδια του την σκληρότητα και τις καταστάσεις που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει. Συνοδοιπόρος στο ταξίδι του είναι ο σωφέρ του Μάττι, που πιστός στον αφέντη του, προσπαθεί να τον κουμαντάρει για να εκμαιεύσει απ’ αυτόν ότι καλύτερο μπορεί. Αφέντης και υπηρέτης δημιουργούν ένα ισχυρό δίδυμο, αλληλοσυμπληρούμενο, δύο ανθρώπων που είναι εξίσου υπεύθυνοι για την κατάσταση τους. Η αποχώρηση του Μάττι στο τέλος του έργου έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της τριβής μεταξύ των δύο κόσμων και δείχνει τον δρόμο που ο Μπρεχτ επιθυμεί να ακολουθήσει ο θεατής του. Τον δρόμο της ενεργοποίησης και της απελευθέρωσης.

 

Η σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου δεν διαβάζει την ουσία του έργου. Ότι δηλαδή και οι δύο πόλοι είναι ένοχοι. Ενώ παρουσιάζει με εξαιρετική διαύγεια την θέση του Πούντιλα, αυτή του Μάττι δίνεται με την επικάλυψη της αθωότητας της εργατικής τάξης. Όμως, αν μόνο ο ένας είναι υπόλογος, τότε το έργο γίνεται απλοϊκό και αποδυναμώνεται. Ο Καζάκος φτιάχνει μια παράσταση που στοχεύει στο θυμικό και όχι στην σκέψη και την αφύπνιση της κριτικής δύναμης του μυαλού. Ο Μπρεχτ είναι κατά βάση ένας εγκεφαλικός συγγραφέας που δεν έχει ως σκοπό τον αυθόρμητο ξεσηκωμό, αλλά την στοχευόμενη, διανοητική ενεργοποίηση των θεατών του.

Η παράσταση, ειδικά το δεύτερο μέρος της, τραβάει σε μάκρος και κουράζει. Της λείπει η θεατρικότητα. Οι ηθοποιοί δεν έχουν το δέσιμο και την σκηνική επικοινωνία που είναι απαραίτητα. Ο ίδιος ο Καζάκος ως Πούντιλα, με την θεατρική του εμπειρία και διαίσθηση, δημιουργεί έναν ρόλο με εύρος διακυμάνσεων και πείθει για το κάθε δευτερόλεπτο που βρίσκεται πάνω στην σκηνή. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με την φωτεινή εξαίρεση του Νίκου Μόσχοβου, που φτιάχνει έναν υπέροχο παρηκμασμένο διπλωμάτη, βυθίζονται στην βαρετή και μονοδιάστατη σκηνοθεσία.

Ο Διονύσης Τσακνής ως τραγουδιστής και μουσικός συνθέτης της παράστασης, αν και δεν είναι ηθοποιός, φαίνεται ‘διαβασμένος’ και καταφέρνει να βγάλει αυτό που λείπει από την παράσταση. Κλείνει το μάτι στο θεατή και υπενθυμίζει τόσο την υπαιτιότητά του όσο και την δυνατότητα διαφυγής του.

Η μετάφραση του Οδυσσέα Νικάκη είναι σύγχρονη, αν και μερικές φορές ολισθαίνει στον λαϊκισμό. Τα σκηνικά του Φαίδωνα Πατρικαλάκη είναι λειτουργικά και η πλειοψηφία των κουστουμιών, αν ξεχάσει κανείς το κακόγουστο κόκκινο ρούχο του επίσκοπου, είναι προσεγμένα και καλαίσθητα.

Μια παράσταση που θα μπορούσε να είναι σταθμός με ένα έργο που θα είναι πάντοτε επίκαιρο.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.