Γράφει – μεταξύ άλλων – ο συγγραφέας στον πρόλογό του :
Πως είναι, πώς πρέπει να είναι η μοίρα, η ζωή μιας “Αφροδίτης” ; Μιας οποιασδήποτε Αφροδίτης. Ποια κοινή γραμμή ενώνει το μύθο με την πραγματικότητα, κάτι σαν κοινή συνιστώσα που να δικαιολογεί τη χρήση του ονόματος της θείας ομορφιάς και τελειότητας σε απλές, κοινές γυναίκες των λαών;
Η Ομηρική Αφροδίτη, θεά του έρωτα και της ομορφιάς γεννημένη στην Πέτρα του Ρωμιού, στην Πάφο, σπρώχτηκε από το Ζέφυρο στη θάλασσα, καλλωπίστηκε από τις Ώρες και παρουσιάστηκε στο Δία, στον Όλυμπο. Με απόφασή του έγινε σύζυγος του Ήφαιστου αλλά με τη δική της θέληση έγινε η ερωμένη του Άρη και μαζί, γέννησαν τον Έρωτα.
Ακόμα και σήμερα, το όνομα Αφροδίτη προκαλεί εικόνες δελεαστικής ομορφιάς, αισθησιασμού και πάθους.
Η «δικιά» μου Αφροδίτη, ήταν μια Αφροδίτη…αλλιώτικη. Δεν πήδηξε από τους βράχους από την αγωνία της για το θάνατο του Άδωνη, δεν έγινε διάσημη για τις σχέσεις της με τους διάφορους ήρωες και τους Θεούς, δεν «βουτούσε» πίσω από τον βυθισμένο Ήλιο, για να τον συναντήσει το επόμενο πρωί με τη μορφή του Αυγερινού.
Η «δικιά» μου Αφροδίτη δεν γεννήθηκε στην Πάφο. Στην προπολεμική, προσφυγική Καισαριανή γεννήθηκε. Κι έμεινε ορφανή. Δεν έζησε στον Όλυμπο, με νέκταρ και αμβροσία. Σε διάφορα ξένα σπίτια,σπίτια φτωχικά , σε δωμάτια υγρά και βρώμικα μεγάλωσε , χωρίς δικά της παιχνίδια και δικά της έπιπλα, δουλεύοντας ,μέχρι που κατάφερε να επιβιώσει.
Δεν παντρεύτηκε τον Ήφαιστο, τον ανάπηρο Θεό της Φωτιάς. Δεν παντρεύτηκε κανέναν γιατί δεν ήθελε να την παντρευτεί κανείς.
Δεν ερωτεύτηκε τον Άρη. Από έναν ανήθικο, μαυραγορίτη, κατοχικό κακομοίρη ξεπαρθενεύτηκε και από έναν αλητάμπουρα υπάλληλο μανάβικου ξεμυαλίστηκε. Που την άφησε έγκυο και μετά…την παράτησε για να παντρευτεί κάποια άλλη.
Δεν γέννησε τον Έρωτα. Την Ελένη γέννησε. Αλλιώτικη κι αυτή. Άρρωστη και δυστυχισμένη που δεν μπόρεσε, δεν καθοδηγήθηκε, δεν βοηθήθηκε ούτε από την ταλαίπωρη τη μάνα της που ό,τι μπορούσε έκανε, ώστε να «βρει» τόπο να πατήσει.
Δεν την βρήκαν άγαλμα άρτια σμιλεμένο στη Μήλο. Στο υπογειάκι της, στην οδό Ανάφης, λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Κολιάτσου τη βρήκαν, παγωμένη…πεθαμένη. Εκεί όπου χρόνια ολόκληρα ανέβαινε κουτσαίνοντας την απότομη ανηφόρα με τα πόδια μέχρι να μπει στο «βασίλειό» της.
Δεν θα μπορούσε να είναι η Αφροδίτη της Μήλου. Ήταν όμως σίγουρα η Αφροδίτη της Ανάφης.
Η Αφροδίτη μου όμως ΕΖΗΣΕ. Έζησε απ΄ την πρώτη μέρα της, μια ζωή γεμάτη περιπέτεια, όχι όμως απ΄ αυτές τις περιπέτειες που εύκολα φαντάζεται κανείς. Μέσα από την περιπέτεια της φτώχειας, της ορφάνιας, της θλίψης, της στεναχώριας, της απογοήτευσης, της κακομεταχείρισης, με στερήσεις και μαρτύρια. Μια κακιά ζωή, χωρίς τον πραγματικό έρωτα, χωρίς την πραγματική οικογένεια.Αλλά…αυτή η κακιά περιπέτεια, δεν την έβαλε ποτέ από κάτω. Πάλεψε με το μόνο τρόπο που μπορούσε : Με τίμια δουλειά. Στάθηκε άξια, με το κεφάλι ψηλά , με αξιοπρέπεια, εργατική και πρόθυμη, χωρίς φυσικά προσόντα, γεμάτη ελλείψεις και κενά, στην κυριολεξία αγράμματη, ξεχασμένη απ΄ το Θεό και τους ανθρώπους, μόνο με τις όποιες δικές της δυνάμεις αλλά και με τις δυνάμεις κάποιων «φυλάκων – αγγέλων». Φαίνεται ότι οι δυνάμεις αυτές ήταν αρκετές.
Κάποια στιγμή, βρέθηκε και κοντά μου. Κι έμεινε κοντά μου ως το τέλος. Αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής της αποδείχτηκαν τα χειρότερα, όχι γιατί η κακιά περιπέτεια επέμενε αλλά γιατί υπάρχουν δυνάμεις που δεν μπορείς , όσο κι αν θες, να τις ελέγξεις.
Ξέρετε πόσες δυνάμεις κρύβει μέσα του ο άνθρωπος; Όσες και η «δικιά» μου η…αλλιώτικη Αφροδίτη. Και περισσότερες. Κρύβει όμως και μυστικά. Μυστικά καλά «θαμμένα» μέσα σε διπλοκλειδωμένο, σφραγισμένο σεντούκι που κανείς δεν βρίσκει τα κλειδιά.
Ελάτε να το ανοίξουμε. Και να ανακαλύψουμε τι σημαίνει όταν μια “κανονική, λαική γυναίκα”, γίνεται ηρωίδα της κοινωνίας μας, χωρίς να το θέλει. Χωρίς να το ξέρει.