Της Νίνας Ναχμία
Δεν μας φτάνει η αβαρεσιά μας καλοκαιριάτικα και το μπαμπαραμπατίρι κοϊμπρα που χορεύουμε στη λαϊκή με τα κολοκυθάκια και τις ντομάτες, που ξεχάσανε πως είναι ζαρζαβάτια και έχουν απαιτήσεις αστακού, έχουμε και τις μεταγραφές, που τις διαβάζουμε και μας ανεβαίνει ο ζούζουλος και παθαίνουμε ηλίαση υπό σκιάν.
Να μη μπορείς δηλαδή να γευτείς κεράσι για να δεις αν άλλαξε γεύση από πέρσυ και η Περσιφόνη, με το βλέμμα που σκοτώνει, να τσεπώνει πεντακόκια χιλιαδόπουλα για να μεταγραφεί από τον ένα κάναλο στον άλλο, τόσο χρήμα που να βάλω; Μα είναι μετά να μην τρώς το παρεό σου και να μένεις «νούντα» στην ακτή με την κυτταρίτη ακάλυπτη; Διότι την Περσεφόνη με το βλέμμα που σκοτώνει και τη γλώσσα που δαγκώνει δεν είθελες να τη βλέπεις ούτε και στο άλλο κανάλι που ήτουνε προχού μεταγραφεί στο καινούργιο, ούτε πουθενά.
Κι όταν μαθαίνεις τί πείρε, θες να πάρεις ένα καφάσι «μπίραι» να της καταναλώ… να κάνεις μυαλό από πυλό να μην ξεύρεις ούτε τι ακούς ούτε τι βλέπεις. Αλλά είπαμε, τη δόξα πολλοί εμίσησαν τας μεταγραφάς, όμως ουδείς. Αν και ‘δώ που τα συζητάμε, ούτε την δόξα μίσησε κανείς, αλλά λέμε για να λέμε τώρα. Οι μεταγραφιάδες βέβαια, δεν σταματάνε μόνο στην «ααβόρα», τον κάκτο της ερήμου, αλλά δίνουν και παίρνουν. Φύγ’ εσύ, έλα ‘σύ, να σε κάνω εγώ χρυσή. Ενα τράφικ κι ένα πήγαιν’ έλα, που θα το ζούλευε ως και η εθνικιά την πρώτη μέρα των διακοπών. «Κάνω παιχνίδι για να δω ποιός θα με πρωτοπάρει που έχω μια εφράδεια και μάτι όλο χάρη». Ε’ ρε γλέντια που θα κάνουμε!… Θα φάνε, θα πιούνε κι εμείς, νυστικοί θα κοιμηθούμε.
Εκτός βέβαια από τα δημοσιογράφα που μεταγράφονται και ξαναμεταγράφονται κι ώσπου να τα συνηθίσεις κάπου, τσούπ σου πετάγονται αλλού, έχουμε κι αυτά που κλωτσάνε ένα τόπι, να τη βρίσκουν οι ανθρώποι, σε Ασία και Ευρώπη. Εκεί ν’ ακούσεις χρήμα και να πάθεις τη φτάξη σου. Οσο περνάει η μπογιά τους βέβαια, γιατί άμα παλιώσουν… και παλιώνουν γρήγορα.αυτά… «Πού σε είδα πού σε ξέρω, άλλονε, πιο νιο θα φέρω». Γι’ αυτό βιάζονται να εξαργυρώσουν με όσο το δυνατόν πιο πολλά τα χρυσά τους ποδαράκια. Και λές, μα είναι δυνατόν, τόσα «τουλά» για το κλώτσιμα; Ήκουσον καλώς, ή να πάω για ξεβούλωμα ώτων; Διότι ως γνωστόν τα ευρώπουλα δεν είναι πετσετάκια και για να τ’ αποκτήσεις, να συντηρήσεις το σαρκίον σου και να μη σε φάει η μάνα γης, πρέπει να στρώσεις …ώλο κι άλλο …ώλο και κομμάτι απ’ άλλο …ώλο. Κι ας έλυωσες 100 περισκελίδας να πάρεις το έρμο το «χαρτί» που ούτε για χαρτί του νταμπλιουσί δεν σε καλύπτει, τον …ακάλυπτο. Αλλά, τι να σου κάνουν αι σπουδαί αν δεν είσαι σαϊνι να γίνεις φίρμα να σε τρέχει το χρηματιστήριο από πίσω: «Αχ, να μου’ρχόταν μια φλασιά, διάσημη να γίνω, να τρώω ότι λαχταρώ κι ότι ποθώ να πίνω.» Ετσι είναι. Ξυπνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα, κι όχι τώρα που ’μαι κότα!