«ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΩΝ» επιμύθιον

messaris
Facebook
Twitter
LinkedIn

του Διονύση Μεσσάρη

Περιπλανιέμαι στους δρόμους αυτής της αγαπημένης αλλά και συνάμα άδικης πόλης, όπως ένας πλάνητας αστέρας που σαρώνει στην μοναχική του πορεία στο διάστημα την αιώνια διαστρική σκόνη, πάντα πάνω στο ίδιο φωτεινό μονοπάτι. Μία ιερή σκόνη φτιαγμένη από ακαθόριστα προγονικά σχήματα αλλά και με τους σπόρους των μελλοντικών γενεών.

Ωθούμαι από μία αφόρητη μοναξιά και έλκομαι από την μηδαμινή ελπίδα μίας συνάντησης, ακριβώς όπως άυλοι κοσμικοί νόμοι χαράζουν τις πορείες όλων μας στο άχρονο σύμπαν. Συλλέγω εικόνες. Κάποτε αχνές γλυκές αναλαμπές μίας χαμένης στον χρόνο ανάμνησης, κάποτε ηχηρές επώδυνες, τραυματικού ονείρου γέννημα. Δεν θέλω να σκέφτομαι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά οι άλλοι διαβάτες έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται στην ίδια μ’ εμένα κατάσταση και ότι όλοι ζουν σε έναν κόσμο Καφκικό, απρόσωπο, τυπικό, νομιμοφανή, που δεν επιθυμεί να μοιραστούμε το πιθανόν κοινό μας βάρος. Βέβαια κάπου – κάπου κάποιος γνωστός μου απευθύνει έναν παρηγορητικό χαιρετισμό. Όμως δεν ξέρω πως τους γίνομαι αντιληπτός, πως παίρνουν το θάρρος και πως η μάσκα του προσώπου τους σε κλάσματα δευτερολέπτου είναι σε θέση να ξαναπαίρνει το αρχικά ψυχρό της προσωπείο.

Έτσι συλλέγω εικόνες: τον λαμπερό αυγερινό στον μακρυνό ορίζοντα μέσα στην πρωινή ψύχρα, με νυσταγμένο μάτι την πούλια να παίζει στις κορυφογραμμές, το μαρμαρωμένο μνημείο του άγνωστου μοναχικού σκύλου και που προς το παρόν του κάνουμε παρέα μόνο εγώ και οι ζωντανοί συνάδελφοι του, μία κρυφανάσα στο νυχτερινό σοκάκι αφήνοντας για λίγο το υπόγειο τσιγάρο-σύννεφο και το αργόσυρτο σιγανό άσμα της μπέκρο-παρέας και άλλες πολλές ακόμη. Ξαφνικά η μουσική δυναμώνει. Άνοιξε η πόρτα φαίνεται. Φεύγουν και οι προτελευταίοι θαμώνες. Πρέπει να του δίνω και εγώ. Για που; Πολλές επιλογές αλλά λίγες έξυπνες και κάπως άπρεπες για αυτήν την ώρα.

Έχω μία ιδέα την ίδια πάντα. Πηγαίνω σε έναν φίλο που με καταλαβαίνει απόλυτα. Είναι ψηλό και φαρδύ. Στην αγκαλιά του βρίσκει κανείς μερική προστασία από τα αδιάκριτα βλέμματα, την βροχή και τον ήλιο. Είναι ένα δεντράκι, μάλλον δέντρο κανονικό. Το παράδοξο είναι ότι αυτή η άδικη πόλη του έδωσε ζωή, λόγο ύπαρξης, ξερίζωσε τους γονείς του, τσιμεντοποίησε τις αναμνήσεις του, του απαγόρευσε την αναπαραγωγή, το φυλάκισε ανάμεσα σε τρεις τοίχους και σε έναν δρόμο της συμφοράς, του έδωσε τριάντα τετραγωνικά μέτρα γης με τρία παγκάκια και ένα κάδο απορριμμάτων για να έχει να πορεύεται που λένε. Νάμαστε πάλι μαζί, ναι. Η παλιά παρέα. Ας περιμένουμε τις δύο κυριούλες με το σκυλάκι. Τι; Δεν θυμάμαι το όνομα του. Μόνος; Ναι ένα μέλος της παρέας λιγότεροι, φαντάζομαι πως δεν σε ξέχασε απλά δεν μπορεί. Τι τα θες μπορεί να έρθει αργότερα, ποιος ξέρει ίσως αυτή την φορά, ίσως του χρόνου, ίσως του παραχρόνου, πάντως θα χαρεί να σε δει. Ας αλλάξουμε κουβέντα, από κουνούπια πως πάμε; Την άλλη φορά με καταφάγανε. Α να οι κυριούλες! Τουλάχιστον αυτές είναι πιστές στο ραντεβού. Σε αφήνω με συντροφιά. Θα σε δω στο επόμενο επισκεπτήριο.

Είμαι σίγουρος καλοί μου φίλοι πως με περνάτε για τρελό. Με μία πρώτη ανάγνωση έχετε δίκιο. Για σκεφτείτε μιλάω με τα δέντρα, φαίνομαι να μισώ τους ανθρώπους, αρθρογραφώ εκτός γραμμής και ποιος ξέρει τι άλλο θα μπορούσε κανείς να μου σούρει, που λένε. Όμως έτσι νοιώθω πως πρέπει να κάνω για να μην βλάψω την υγεία μου και κανέναν από τα αποβράσματα που αμαύρωσαν αυτές τις ιερές ημέρες. Και αναφέρομαι σε αυτούς τους μερικούς που προσπαθούν να κρατηθούν στην θλιβερή ηγεσία όχι κανενός κόμματος αλλά μίας τελείας θερίζοντας καμιά διακοσαριά ψήφους παραπάνω βαραθρώνοντας δισχιλιόχρονους θεσμούς στην καρδιά της Δημοκρατίας αυτού του πλανήτη. Θλίβομαι όμως για τους ολίγους, με νοημοσύνη Βενέτων και Πρασίνων από την στάση του Νίκα, που οι γονείς τους δεν τους ενέπνευσαν τον σεβασμό προς οτιδήποτε, το σχολείο δεν τους έδειξε τις κόκκινες γραμμές και που η κοινωνία δεν τους ενέταξε.

Είναι οι ίδιοι ακριβώς που όπως έλεγε ο φίλος μου ο Πύρρος στην δικτατορία κάθονταν σαν κότες και εισπράττανε δάνεια και χάρες από την χούντα και που αρνήθηκαν να πλαισιώσουν τα παιδιά τους, παρά τις σπαραξικάρδιες κλήσεις βοηθείας στην Νομική και στο Πολυτεχνείο, ενώ γέμιζαν τα στάδια και τους δρόμους μετά την μεταπολίτευση εκ του ασφαλούς. Είναι αυτοί που μαζεύονταν στα γραφεία των κομματαρχών για μία θεσούλα και που τώρα μαζεύονται πολλοί μαζί και πάνε να χτυπήσουν έναν πολιτικό, όχι κατάματα σαν άντρες αλλά αφού γυρίσει την πλάτη του. Τουλάχιστον οι Μαυρομιχαλαίοι έφαγαν τον Καποδίστρια, αλλά στα ίσα με μαχαίρι και πιστόλα εκ του σύνεγγυς, δύο απέναντι σε πολλούς, και κοιτάζοντας τον στα μάτια και υπέστησαν τις συνέπειες με αξιοπρέπεια πιστοί μέχρι τέλους σε έναν θεσμό, την βεντέτα, άσχετο αν ήταν ορθός ή όχι.

Σας ζητώ συγγνώμη για το ξέσπασμα και για κάνα δύο άστοχες παρατηρήσεις. Είμαι αγανακτισμένος πάρα πολύ και εγώ από την πολιτική και οικονομική κατάσταση αλλά όχι «αγανακτισμένος» όπως συχνά τώρα τελευταία ακούγεται. Και θα παρακαλούσα τα έγκριτα μέσα να διαφοροποιούν ανάλογα τις δύο γραφές για να ξέρουμε τελικά ποιος είναι ποιος και τι πιστεύει.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.