Είδα τον «Ανεπαίσθητο Πόνο» σε σκηνοθεσία της Χριστίνας Χριστοφή

Facebook
Twitter
LinkedIn

 

Της Μυρτώς Παπαϊωάννου

Ως λάτρισσα κάθε έργου του Χάρολντ Πίντερ, βρέθηκα στην ευχάριστη θέση, μιας και δεν το είχα καταφέρει πέρυσι, να παρακολουθήσω στο Θέατρο Μπιπ τον «ανεπαίσθητο πόνο», που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά.

Πρόκειται για ένα από τα πρώιμα έργα του Πίντερ, καθώς μάλιστα αρχικά το έγραψε για να ακουστεί σε ραδιόφωνο κι όχι σε θεατρική παράσταση. Πάραυτα δεν υπολείπεται σε ύφος και νοήματα σε σχέση με διάσημα έργα του, όπως «επιστάτης, πάρτυ γενεθλίων, παλιοί καιροί»..

 

Ο Χάρολντ Πίντερ (1930-2008) υπήρξε από τους σπουδαιότερους Βρετανούς συγγραφείς και μάλιστα βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2005. Επηρεασμένος από τον Σάμιουελ Μπέκετ, φαίνεται να τον κερδίζει το θέατρο του παραλόγου, στο οποίο οι έννοιες της ταυτότητας, του χρόνου και του τόπου συχνά είναι ρευστές και ασαφείς.

Ο Πίντερ επιχειρούσε να παράγει νοήματα στα έργα του όχι μόνο με τον Λόγο, αλλά και με την απουσία αυτού. Οι παύσεις και οι σιωπές αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του πιντερικού ύφους. Στα έργα του συγγραφέα συναντάμε την άνεση που διέπει τους χαρακτήρες του, καθώς εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, κι ενώ η πλοκή του έργου είναι φαινομενικά απλή, μέσα από το λαβύρινθο των απρόβλεπτων διαλόγων και τα παιχνίδια εξουσίας, προκύπτει πάντοτε η δραματική ιστορία. Σημειώνουμε ότι ο Πίντερ οδηγεί τους χαρακτήρες των έργων του κατά τρόπο αρμονικό, αποσκοπώντας στην εσωτερική ανάπτυξη της ιδέας την οποία αποτυπώνει η παρουσία τους, σύμφωνα με την πορεία που ακολουθεί ο οριζόντιος άξονας της αφήγησης, ο οποίος διηγείται μια πλοκή. Αυτή η πλοκή τέμνεται από τον παραδειγματικό άξονα, έναν φορέα εννοιών και συγκινησιακών σημείων, έτσι ώστε να αποδοθεί και να αναδειχθεί η εσωτερική διαδικασία δόμησης της πλοκής και παραγωγής νοήματος. Οι ήρωες τοποθετούνται πάντοτε σε κλειστούς χώρους, όπου οι άνθρωποι καταλήγουν ύστερα από να βρίσκονται στο έλεος ο ένας του άλλου, απογυμνωμένοι εντέλει από όλα τα προσχήματα.

ΤΟ ΕΡΓΟ

Στον ανεπαίσθητο πόνο, ο Πίντερ βάζει στο επίκεντρο τη σχέση ενός παντρεμένου ζευγαριού. O Έντουαρντ (Δημοσθένης Φιλίππας) και η σύζυγός του Φλώρα (Μαρία Μπρανίδου), που διάγουν ένα φαινομενικά όμορφο βίο στην αγροικία τους στην αγγλική εξοχή κι ένας εμφανίσιμος ηλικιωμένος πωλητής σπίρτων (Ηλίας Γκογιάννος) που βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα τους. Η αλλόκοτη παρουσία και οι μη ελέγξιμες προθέσεις του ενοχλούν και αναστατώνουν τα δύο μέλη του ζευγαριού. Ο Έντουαρντ αισθάνεται τον παράξενο άντρα ως απειλή, ως εισβολή στον προσωπικό του χώρο. Στην προσπάθειά του να καταλάβει και να αποκαλύψει το μυστήριο γύρω από τον πωλητή σπίρτων, είναι ο ίδιος που αργά και σταθερά καταρρακώνεται, μέχρι που διαλύεται ολοκληρωτικά. Η Φλώρα απ’ την άλλη, εκλαμβάνει την παρουσία του άγνωστου άνδρα ως μία νέα οπτική, μία ερωτική πρόκληση στην οποία θα ανταποκριθεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ο παράξενος άνδρας αποτελεί γι αυτή ένα σύμβολο γοητείας, ελπίδας κι ανανέωσης, ακόμα κι αν αυτή είναι η εντύπωση που η ίδια κατασκευάζει, με βάση τις βιωμένες της εμπειρίες αλλά και τις προσδοκίες της. Με έναν πόνο ανεπαίσθητο και βαθιά ψυχαναλυτικό, οι ήρωες εξομολογούνται, ξεγυμνώνονται κι αποδομούνται αριστοτεχνικά, απέναντι στον Άλλο, στο τρίτο πρόσωπο, σε κάποιον που ενώ δεν αλληλεπιδρά καν σε διάλογο μαζί τους. Η πραγματικότητα ποτέ δεν γίνεται αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο απ’ όλους, κι αυτό είναι κάτι που ο Πίντερ αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο έργο του αυτό.

Η Χριστίνα Χριστοφή επιτυγχάνει με τη σκηνοθεσία της να αναδείξει κάθε σημείο του έργου αυτού που πραγματεύεται τις τρωτές σχέσεις, την έλλειψη επικοινωνίας και τα ανθρώπινα συναισθηματικά αδιέξοδα. Από την μικρότερη κίνηση και βλέμμα, ως και την τελευταία σκηνή της παράστασης, η σκηνοθετική προσέγγιση αφιερώνεται στην τρωτή φυσιογνωμία των ηρώων, στο ξεσκέπασμά τους, καθώς εκείνοι συζητούν, κυνηγούν μια μέλισσα, ή καταθέτουν το είναι τους απέναντι στον βουβό ξένο.

Το ζευγάρι, Δημοσθένης Φιλίππας και Μαρία Μπρανίδου, αναδεικνύουν την ευαλωτότητα των ηρώων αρτιότατα. Με τις κινήσεις, τα βλέμματα και τις παύσεις τους, τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις και τα ξεσπάσματα- παραληρήματα, μας χαρίζουν μια απολαυστική πιντερική ερμηνεία. Το ίδιο ισχύει και για τον Ηλία Γκογιάννο, ο οποίος αν και αμίλητος πωλητής σπίρτων καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, καλείται να επιτελέσει ένα δύσκολο εγχείρημα, εφάμιλλο των συμπρωταγωνιστών του. Δίνει νόημα στη σιωπή του και μέσα απ αυτή επιβάλλεται, στο ζευγάρι και τελικά στον χώρο. Ερμηνευτικά, κινησιολογικά κι εκφραστικά η ομάδα φάνηκε να επικεντρώνεται και να στέκεται επάξια στο ύφος που απαιτεί το ιδιαίτερο αυτό έργο του Πίντερ. Δεν ήταν ένα εύκολο εγχείρημα, καθώς πρόκειται για ένα έργο που αρχικά γράφτηκε για να ακουστεί σε ραδιόφωνο.

Οι φωτισμοί από τον Γιάννη Ζέρβα αποτέλεσαν κομβικό σημείο της παράστασης. Μπροστά στη σκηνή αλλά κυρίως πίσω από την πέργκολα-παραβάν, ο τρόπος που έπαιξε με τα φώτα και τις σκιές κάνανε τις σκηνές έντονες και δίνανε νοήματα στις σιωπές. Αποκαλύπτονταν με την αριστοτεχνική χρήση των φώτων όλοι οι συμβολισμοί, οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ του ζευγαριού, η νίκη της συζύγου κι η υποχώρηση ως κι εξαφάνιση του συζύγου, η απουσία επικοινωνίας κι επαφής μεταξύ τους, με το κατάλληλο κάθε φορά φως και χρώμα.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια από τη Μυρτώ Κοσμοπούλου, ήταν απολύτως ταιριαστά στο κλίμα του έργου και της εποχής, όπως επίσης και οι τζατζ και μπλουζ επιλογές (επιμέλεια stratum 3) , συμπλήρωναν το φορτισμένο και αποκαλυπτικό κλίμα.

Όπως ο Πίντερ, έτσι κι ο «ανεπαίσθητος πόνος» ίσως σας δυσκολέψει, μα σίγουρα θα σας ικανοποιήσει.

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.